Στην υλοποίηση 90 από τα 113 προαπαιτούμενα που μένουν έως το τέλος του προγράμματος θα στοχεύσει η κυβέρνηση κατά την τρίτη αξιολόγηση, η οποία θα αρχίσει μετά από τις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος Δεκεμβρίου.
Κυβερνητικά στελέχη θεωρούν πως ο στόχος είναι εφικτός, παρά το γεγονός ότι, όπως αναφέρουν, στην επικείμενη αξιολόγηση υπάρχουν τα «αγκάθια» των κοινωνικών επιδομάτων και της υλοποίησης των ήδη ψηφισθέντων διατάξεων για το Δημόσιο (αξιολόγηση- κινητικότητα κλπ). Αντίθετα, ο φάκελος με τις ιδιωτικοποιήσεις αναμένεται να «οδεύσει» προς το 2008.
Η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα και οι εκπρόσωποι των θεσμών θα έχουν μια πρώτη επαφή στο τέλος Αυγούστου ή στις αρχές Σεπτεμβρίου για τον καθορισμό του χρονοδιαγράμματος της νέας αξιολόγησης και την κατάρτιση του προσχεδίου του νέου προϋπολογισμού. Η επαφή αυτή θα πραγματοποιηθεί είτε μέσω τηλεδιάσκεψης είτε, το πιθανότερο, στις Βρυξέλλες, όπου στις 4 Σεπτεμβρίου συνεδριάζει το Euro Working Group.
Στόχος της ελληνικής πλευράς είναι να ολοκληρωθεί η νέα αξιολόγηση με συνοπτικές διαδικασίες έως τα μέσα Δεκεμβρίου, παρά τον αστάθμητο παράγοντα των γερμανικών εκλογών που σε κάθε περίπτωση θα επηρεάσει τον χρόνο έναρξης των διαπραγματεύσεων.
Φυσικά, το πόσο γρήγορα θα κλείσει η γ’ αξιολόγηση δεν εξαρτάται μόνον από τον χρόνο εκκίνησης των διαβουλεύσεων, αλλά και από τη στάση που θα κρατήσει το ΔΝΤ. Εν προκειμένω, στην κυβέρνηση πιστεύουν πως το ΔΝΤ δεν θα δώσει τώρα «μάχη» για το δημοσιονομικό κενό του 2018. Αντίθετα, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, υπάρχει η ανησυχία μήπως τον επόμενο Απρίλιο ή τον Μάιο ζητήσει την εφαρμογή κατά ένα έτος νωρίτερα της μείωσης του αφορολόγητου (το 2019 αντί του 2020) ή τη μη ενεργοποίηση των αντίμετρων, «και εφόσον φυσικά θα παραμένει μέσα το Ταμείο έως τότε».
Εκτιμάται ότι μετά από τη νέα αξιολόγηση θα υπάρξουν ακόμη δύο αξιολογήσεις έως το τέλος του προγράμματος. Στο μεσοδιάστημα, η κυβέρνηση θα επιχειρήσει και άλλες εξόδους στις αγορές, τόσο για άντληση ρευστότητας, όσο και για βελτίωση της καμπύλης των επιτοκίων.
Άλλωστε, τα επιτόκια δανεισμού της χώρας θα αποτελέσουν έναν από τους βασικούς παράγοντες για το αν η επόμενη ημέρα μετά το πρόγραμμα θα αποτελεί «καθαρή έξοδο» ή θα «συνοδεύεται» από μιας μορφής στήριξη από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕSM) με πιστωτική γραμμή (την ενισχυμένη ECCL ή την απλή PCCL). Η Αθήνα θεωρεί ότι η απόφαση του Eurogroup τον Ιούνιο προϊδεάζει για «καθαρή έξοδο», αλλά αυτό πρέπει να συμφωνηθεί ρητά με τους πιστωτές.
Τέλος, μετά από τη νέα χαλάρωση των capital controls, κυβερνητικά στελέχη που ρωτήθηκαν πότε θα αρθούν τα εμπόδια όσον αφορά στο άνοιγμα νέων καταθετικών λογαριασμών, δήλωσαν πως στο συγκεκριμένο ζήτημα- και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σχετικά με το μνημόνιο- η ΕΚΤ είναι πιο «σκληρή» από το ΔΝΤ, φοβούμενη «έξοδο κεφαλαίων».
Κατά τους κυβερνητικούς παράγοντες «το πρόβλημα (για την ΕΚΤ) είναι ότι εάν ανοίξουν και άλλοι λογαριασμοί ή μπουν συνδικαιούχοι, θα βγαίνουν τα λεφτά από τη χώρα γιατί θα έχεις μεγαλύτερο όριο αναλήψεων».