Αγκάθι τα «κόκκινα» χαρτοφυλάκια δανείων – Υπό έλεγχο οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών
Η επιμονή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για νέο έλεγχο ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων (AQR) και χαρτοφυλακίων των ευρωπαϊκών τραπεζών, που θα καταδείξει και τον βαθμό ανάγκης στον τομέα της κεφαλαιακής ενίσχυσής τους, φέρνει και πάλι στην επικαιρότητα την «κόντρα» τού Ταμείου με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Ωστόσο, όλα δείχνουν πως ο εν λόγω έλεγχος περιουσιακών στοιχείων μάλλον δεν θα προχωρήσει, καθώς οι εξελίξεις επί του θέματος μάλλον δείχνουν προς την κατεύθυνση άμεσης εφαρμογής ενός διαρκούς crash test που θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2018. Οι επαφές της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) με ΕΚΤ και ΔΝΤ, που έλαβαν χώρα αμέσως μετά την δήλωση του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα, ότι το ΔΝΤ αποχωρεί από το ελληνικό πρόγραμμα και «εάν θέλει να φύγει, ας φύγει… δεν το χρειαζόμαστε πια», φαίνεται πως η αντιπαράθεση τείνει να εκτονωθεί, καθώς ο διοικητής κατάφερε να διατηρήσει ανοιχτά τα κανάλια επικοινωνίας του με την «σιδηρά κυρία» του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, ώστε να μπορούν από κοινού να προλαμβάνουν τυχόν ανεπιθύμητες «εκτροπές» στις υφιστάμενες κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών -κάτι που ασφαλώς θα καθυστερούσε την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος τον ερχόμενο Αύγουστο.
Οι πληροφορίες κάνουν λόγο για συγκρότηση επιτροπής τεχνικών κλιμακίων, με την συμμετοχή αφενός μεν στελεχών της Kομισιόν και της ΕΚΤ, αφετέρου δε εμπειρογνωμόνων τού ΔΝΤ, με αντικείμενο να βρεθεί η κατάλληλη φόρμουλα εκτόνωσης στις διαφορές που έχουν τα δύο μέρη για την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών. Η επιτροπή που, κατά τις ίδιες πληροφορίες, ήδησυνεδριάζει, δεν κατάφερε μέχρι τώρα να έχει καταλήξει σε κάποιου είδους συμφωνία. Κι αυτό σαφώς εντείνει την αβεβαιότητα.
Οι διοικήσεις των τραπεζών εκτιμούν ότι, παρά τα όσα διατυπώνονται δημοσίως, το ΑQR μάλλον δεν θα προχωρήσει. Ωστόσο, δεν υπάρχει εφησυχασμός, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι οι τράπεζες θα βρεθούν το επόμενο διάστημα αντιμέτωπες με σκληρές δοκιμασίες. Η πρώτη είναι ήδη σε εξέλιξη και πρόκειται για τον έλεγχο των προβληματικών δανείων (Troubled Asset Review – TAR) που είναι ήδη σε εξέλιξη στην Εθνική Τράπεζα και την Αlpha Bank, ενώ, μόλις ολοκληρωθούν, θα ξεκινήσουν ανάλογοι έλεγχοι σε Πειραιώς και Εurobank.
Οι έλεγχοι ΤΑR αρχικά θεωρήθηκαν ήπιας μορφής δοκιμασία, αλλά στην πορεία αποδείχθηκε ότι πρόκειται για εξαντλητική και αυστηρή διαδικασία. Οπως εξηγεί μάλιστα τραπεζίτης, υπάρχει ένας συσχετισμός όπου μπορεί να ειπωθεί ότι ένα σκληρό ΤAR ισοδυναμεί με ένα ελαφρύ ΑQR. Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι με την ολοκλήρωση των ΤAR θα ανακύψει ανάγκη αύξησης των προβλέψεων.
Την ίδια στιγμή από την εποπτεία φέρεται να εντείνονται οι πιέσεις ώστε να τεθεί υψηλότερο ελάχιστο όριο στις τράπεζες σε σχέση με τον δείκτη κάλυψης των ΝPEs. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι διαγραφές και οι πωλήσεις δανείων καθίστανται δυσκολότερες, γεγονός που ωθεί τις τράπεζες σε δυναμικές λύσεις για την αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων.
Η ανησυχία συνδέεται και με την πραγματοποίηση των πλειστηριασμών. Υπάρχουν πληροφορίες, αλλά και δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, ότι η κυβέρνηση, στο πλαίσιο της αξιολόγησης, θα επιδιώξει να παρατείνει την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Σε συνδυασμό με την άποψη του ΔΝΤ για ενδεχόμενες αλλαγές στον νόμο Κατσέλη, ώστε η εμβέλεια της ομπρέλας προστασίας του να μειωθεί, οι τραπεζίτες αντιλαμβάνονται ότι η τρίτη αξιολόγηση ξεκίνησε με ανοιχτά κρίσιμα θέματα που αφορούν το τραπεζικό σύστημα και άγνωστη κατάληξη.
Η αβεβαιότητα εντείνεται και γίνεται εμφανής στις πιέσεις που δέχονται οι τραπεζικές μετοχές. Οσο οι διαφορές παραμένουν σημαντικές χωρίς να μπαίνουν στο τραπέζι λύσεις κοινής αποδοχής, δυνητικά αυξάνεται ο κίνδυνος εξελίξεων που βλάπτουν το τραπεζικό σύστημα και κατ’ επέκταση τους μετόχους των τραπεζών.
Μόλις οι τράπεζες ξεμπερδέψουν από τους ελέγχους TAR, την 1η Ιανουαρίου 2018 θα πρέπει να έχουν προετοιμαστεί για να εφαρμόσουν τα προβλεπόμενα από το λογιστικό πρότυπο IFRS 9. Χοντρικά οι τράπεζες υποχρεώνονται να παίρνουν προβλέψεις για ενδεχόμενους κινδύνους με τη γέννηση ενός δανείου και όχι με την εκδήλωση αδυναμιών εξόφλησης. Οι προβλέψεις αυτές θα αποσβεστούν σε βάθος πενταετίας, αλλά μια ρεαλιστική και μάλλον μετριοπαθής εκτίμηση είναι ότι θα χρειαστούν πρόσθετες προβλέψεις της τάξης των 3 δισ. ευρώ.
Μόλις οι τράπεζες χωνέψουν το νέο σύστημα που επιβάλλει το λογιστικό πρότυπο IFRS 9 και εκδώσουν τα αποτελέσματα του δ’ τριμήνου, ξεκινά τον Μάρτιο ο νέος κύκλος των πανευρωπαϊκών stress tests.
Όλα αυτά οδηγούν σε ένα δύσκολο περιβάλλον, με τις εποπτικές απαιτήσεις να αυξάνονται και να είναι απροσδιόριστη η επίπτωση που θα έχει στις συστημικές τράπεζες. Η ανησυχία είναι μεγαλύτερη επειδή τα παραπάνω μπορεί να ψαλιδίσουν το κεφαλαιακό απόθεμα των τραπεζών και να βρεθούν αντιμέτωπες με νέες αυξήσεις ώστε να αποκτήσουν και πάλι ένα απόθεμα ασφαλείας.