Έκδηλο το αμερικανικό ενδιαφέρον για την γεωπολιτική περιφέρεια της Ελλάδας
Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, με έμφαση στην στρατηγική συμφωνία των δύο χωρών για την βάση της Σούδας, θα κυριαρχήσουν στην ατζέντα των συζητήσεων μεταξύ του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Εκτός απροόπτου, οι δύο άνδρες αναμένεται να συναντηθούν στον Λευκό Οίκο, στις 17 Οκτωβρίου, μετά την αποδοχή της πρόσκλησης του κ. Τραμπ από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας. Πρόκειται για επίσκεψη εργασίας.
Σε περίπτωση που η συνάντηση δεν πραγματοποιηθεί στις 17 Οκτωβρίου, πιθανή νέα ημερομηνία θα οριστεί –σε κάθε περίπτωση– πριν από το τέλος του έτους. Εκείνες τις ημέρες (16 και 17 Οκτωβρίου) θα βρίσκεται σε προγραμματισμένη επίσκεψη στην Ουάσιγκτον και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, ο οποίος, μεταξύ άλλων, θα έχει επαφές με τον επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Χ. Ρ. Μακμάστερς. Η συνάντηση Τραμπ – Τσίπρα δρομολογείται σε μια περίοδο κατά την οποία η Ουάσιγκτον παρουσιάζει αυξημένο ενδιαφέρον για την γεωπολιτική περιφέρεια της Ελλάδας.
Η βάση της Σούδας έχει χαρακτηριστεί ένα από τα πιο πολύτιμα κεφάλαια της Ελλάδας, και λογικό είναι, η Αθήνα να επιδιώκει να το εκμεταλλευθεί. Η αμερικανική πλευρά ζήτησε να υπογραφεί πενταετής συμφωνία και στο στάδιο αυτό διεξάγονται διαπραγματεύσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι Αμερικανοί «καίγονται» να κλείσει η συμφωνία, λόγω και των προβλημάτων που τους δημιουργεί ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν.
Οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται την Ελλάδα ως μια χώρα της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ η οποία βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ευρύτερων ζωνών κρίσης, της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και των Βαλκανίων.
Επίσης πάγιο είναι το ενδιαφέρον τους για τη βάση της Σούδας, την οποία οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις αξιοποιούν ολοένα και περισσότερο, παρά το γεγονός ότι τελικά η χρονική περίοδος ανανέωσης της χρήσης των εγκαταστάσεων δεν επεκτάθηκε πέρα από το καθιερωμένο έτος.
Στο στρατιωτικό σκέλος, η Αθήνα επιζητεί, επιπλέον, σε σταθερή βάση την παροχή διευκολύνσεων για τον εκσυγχρονισμό παλαιότερων ή την προμήθεια νέων εξοπλισμών. Ως προς τα θέματα στρατιωτικών συνεκπαιδεύσεων και συνεργασιών για τον πιθανό εκσυγχρονισμό μέσων, υπάρχουν, ούτως ή άλλως, αυξημένες επαφές ανάμεσα σε Αθήνα και Ουάσιγκτον, κυρίως σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο. Η ανησυχία μεγεθύνεται στην Αθήνα λόγω του εξοπλιστικού σπριντ της γειτονικής χώρας.
Μόλις προχθές, ο υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας Νατζί Αγκμπάλ προανήγγειλε αύξηση φόρων, μέρος των οποίων (σχεδόν 2,4 δισ. δολάρια) θα κατευθυνθεί απευθείας για τις αμυντικές ανάγκες της χώρας, λόγω της «γεωπολιτικής» κατάστασης.
Ακόμη περισσότερο, η Αθήνα θα επιθυμούσε κάποιες αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, αλλά και την επαναφορά της σταθερής πίεσης που ασκούσε μέχρι πρότινος στους Ευρωπαίους εταίρους η Ουάσιγκτον για το ελληνικό χρέος.
Στην Αθήνα γνωρίζουν, βεβαίως, ότι, δεδομένων των συνθηκών στην Ευρώπη και κυρίως των σχέσεων που υπάρχουν αυτή την περίοδο ανάμεσα στον κ. Τραμπ και σημαντικές χώρες όπως η Γερμανία, πιθανές εξελίξεις στον τομέα του χρέους δύσκολα θα καταγραφούν.