Απόλυτα δικαιωμένος από τα αποτελέσματα που έχουν αποφέρει οι συχνά επίπονες μεταρρυθμίσεις που ζητούσε από την Ελλάδα και άλλες χώρες της Ευρωζώνης που χρειάστηκαν βοήθεια, δηλώνει ο απερχόμενος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στους “Financial Times”, μία ημέρα πριν το 113ο και τελευταίο Eurogroup της οκταετούς θητείας του, και όπως μεταδίδει το skai.gr, ο κ. Σόιμπλε υπεραμύνθηκε των επιλογών του και αποσαφήνισε ότι ουδέποτε είχε ως στόχο την επιβολή λιτότητας στην Ευρώπη.
Επιδίωξή του, αντίθετα, ήταν “μία προβλέψιμη, αξιόπιστη οικονομική πολιτική που θα οικοδομούσε εμπιστοσύνη και θα παρήγαγε ανάπτυξη” στη νομισματική ένωση, ανέφερε.
“Θα επιχειρηματολογούσα, με μεγαλύτερη πυγμή πλέον, μετά από οκτώ χρόνια, ότι αυτή η πολιτική γεννά περισσότερο βιώσιμη ανάπτυξη από οποιαδήποτε άλλη”, τόνισε ο 75χρονος πολιτικός, που εντός των επόμενων εβδομάδων θα αναλάβει την προεδρία της γερμανικής Βουλής.
Η σχέση του κ. Σόιμπλε με την Ελλάδα έφτασε στο ναδίρ το καλοκαίρι του 2015, κατά το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών έφτασε στο σημείο να προτείνει την προσωρινή έξοδο της χώρας μας από τη νομισματική ένωση.
Από τη σκοπιά του κ. Σόιμπλε πάντως, η ίδια η Ελλάδα επέλεξε να παραμείνει στο ευρώ, και συνεπώς δεν υπήρχε καμία εναλλακτική λύση πέρα από “το δρόμο των μεταρρυθμίσεων”, παρά το πολιτικό κόστος που είχε για την κυβέρνηση στην Αθήνα.
Απαντώντας στους επικριτές του που τον κατηγορούν για αδιαλλαξία και σκληρότητα, ο κ. Σόιμπλε υπεραμύνθηκε της γραμμής του, αντιτείνοντας ότι ήταν σταθερός, εποικοδομητικός και δίκαιος.
“Ήμουν πάντα στο πλευρό αυτών που ήθελαν λύσεις”, είπε και μολονότι παραδέχτηκε ότι δεν θα λείψει από όλους τους συνομιλητές του στο Eurogroup, υποστήριξε ότι στην πράξη υπήρχαν πολλά σημεία συμφωνίας ανάμεσα στους 19 υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης.
Κλείνοντας τη συνέντευξη ο κ. Σόιμπλε αναφέρθηκε στο πρωτοσέλιδο μίας πορτογαλικής εφημερίδας, αφού έγινε γνωστή η επικείμενη αποχώρησή του από το γερμανικό ΥΠΟΙΚ.
“Έγραψαν, πάνω κάτω, ‘Βόλφγκανγκ, σε συγχωρούμε, σε παρακαλούμε μείνε’. Ήταν αρκετά συγκινητικό”.