Αυξάνονται οι στόχοι μείωσης «κόκκινων» δανείων για το 2018
Σε καθημερινή… διάταξη τίθενται πλέον πλειστηριασμοί και πωλήσεις μη εξυπηρετουμένων δανείων, μετά τις πιέσεις του SSM για κάθετη απαλαγή των τραπεζικών ιδρυμάτων από ένα μεγάλο ποσοστό «τοξικού» χαρτοφυλακίου, καθώς ο έλεγχος των δανειακών χαρτοφυλακίων (κυρίως δάνεια μικρών επιχειρήσεων, στεγαστικά και καταναλωτικά) αναμένεται να καταδείξει ζητήματα ελλιπούς κάλυψης επισφαλών απαιτήσεων από προβλέψεις.
Οι έλεγχοι αυτοί θα ολοκληρωθούν κατά το τέλη του τρέχοντος έτους, ωστόσο ήδη ζητείται διψήφιο ποσοστό αύξησης των προβλέψεων από τις τράπεζες ιδίως χωρών με υψηλά ποσοστά NPLs, όπως η Ελλάδα που βρίσκεται πρώτη στη σχετική κατάταξη της ΕΕ, με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, στα τέλη Δεκεμβρίου 2016, ύψους 102,9 δισ. ευρώ και τον σχετικό δείκτη στο 44,9% των συνολικών ανοιγμάτων.
Το κόστος» που συνεπάγεται αυτή η αύξηση προβλέψεων φαίνεται στον σχηματισμό υψηλότερων προβλέψεων σε βάρος της κερδοφορίας των τραπεζών, αλλά και στην ασφυκτική πλέον πίεση να προχωρήσουν σε ανακτήσεις ενεχύρων μέσω πλειστηριασμών, ρευστοποιήσεων και πωλήσεων δανείων.
Οι αρχικοί στόχοι για τη μείωση των NPEs κατά την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019 προέβλεπαν μείωση μέσω διαγραφών κατά 13,9 δισ. ευρώ, μέσω πωλήσεων κατά 7,4 δισ. ευρώ, μέσω ρευστοποιήσεων (πλειστηριασμών) κατά 11,5 δισ. ευρώ και μόλις κατά 6 δισ. ευρώ μέσω εισπράξεων.
Ως γνωστόν, οι νέες απαιτήσεις της ΕΚΤ προβλέπουν ότι οι τράπεζες θα έχουν πλέον διορία δύο ετών για την πλήρη κάλυψη (στο 100%) από προβλέψεις δανείων που έχουν χορηγήσει χωρίς εξασφαλίσεις (δηλ. καταναλωτικά και δάνεια από κάρτες) και επτά ετών για την αντίστοιχη κάλυψη δανείων με εξασφαλίσεις (στεγαστικά). Τυχόν αποκλίσεις από τις κατευθύνσεις αυτές θα πρέπει να αιτιολογούνται στις εποπτικές Αρχές και, με βάση τις αιτιολογήσεις των τραπεζών, η ΕΚΤ θα αξιολογεί την ανάγκη ή όχι λήψης πρόσθετων εποπτικών μέτρων.
Ενώ το μέχρι στιγμής πλάνο των τραπεζών προέβλεπε ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά περίπου 40 δισ. ευρώ μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019 θα προέλθει από ένα μίγμα στρατηγικής αποτελούμενο κατά 40% από διαγραφές, 30% ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων, 15% πωλήσεις δανείων και 15% εισπράξεις από αναδιαρθρώσεις δανείων, αυτό αναδιαμορφώνεται με χαμηλότερο στόχο για τις εισπράξεις από αναδιαρθρώσεις – ρυθμίσεις, υψηλότερο για πλειστηριασμούς και πωλήσεις NPLs και μειωμένη ταχύτητα για διαγραφές δανείων.
Πιο συγκεκριμένα, στο διάστημα που απομένει μέχρι τα τέλη του 2019, οι τράπεζες πρέπει να έχουν μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους στα 66,7 δισ. ευρώ από τα 102,9 δισ. ευρώ του Ιουνίου 2017 και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα 40,2 δισ. ευρώ από 72,80 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Αυτή η μείωση κατά 36,2 και 32,6 δισ. ευρώ αντίστοιχα, θα πρέπει να επιτευχθεί με αύξηση των στόχων κατά 30% – 40% για την επόμενη χρονιά.
Προς αυτή την κατεύθυνση, οι τράπεζες σχεδιάζουν να βγάλουν προς πώληση μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ύψους περίπου 6 δισ. ευρώ, μέχρι το α΄ τρίμηνο του 2018, και παράλληλα αναμένουν την έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος για τα «κόκκινα» δάνεια κινείται περί το 5%, όταν τα ήδη υψηλά NPLs (δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών) στην Ελλάδα έχουν κινηθεί αυξητικά την τελευταία διετία και στόχος είναι να μειωθεί στο 20% στο τέλος του 2019από 37% που ήταν τον Ιούνιο 2016. Ενδεικτικά, στη Γερμανία ο μέσος όρος μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι 2,6% με ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις 38,6%, στο Βέλγιο 3,4% με κάλυψη στο 43%, στην Τσεχία 2,5% με βαθμό κάλυψης 62,4% και στην Ισπανία 5,9% με ποσοστό κάλυψης 44,8%.
Επιπλέον, καθοριστικό για το ύψος και την επάρκεια των προβλέψεων είναι το κατά πόσον οι τράπεζες θα μπορέσουν να ανακτήσουν ενέχυρα από «κόκκινα» δάνεια και σε ποιες τιμές.
Στο σκέλος αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί στους οποίους πιέζονται τράπεζες και κυβέρνηση από τους Θεσμούς, σε σημείο μάλιστα που η έναρξη των e-auctions να αποτελεί καταλύτη και για την έναρξη της τρίτης αξιολόγησης.
Μέχρι στιγμής, οι ελληνικές τράπεζες έχουν βρεθεί και αξιολογηθεί σε προφανή αδυναμία να ανακτήσουν ενέχυρα από οφειλές δανειοληπτών, οι οποίες μάλιστα βρίσκονται σε καθυστέρηση άνω των 2 ετών και, σε μεγάλο ακόμη βαθμό, δεν έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες.
Όπως αναφέρει και το capital.gr, ο στόχος που έχει τεθεί από τον SSM στις τράπεζες και αφορά στα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 720 ημερών, τα οποία δεν έχουν καταγγελθεί, παρουσιάζει επιδείνωση, όπως προκύπτει από τα τελευταία επίσημα στοιχεία για τους επιχειρησιακούς στόχους των τραπεζών για το β’ τρίμηνο 2017.
Πρόκειται για τον δείκτη που σηματοδοτεί τον μελλοντικό κίνδυνο για υψηλές πρόσθετες προβλέψεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα αποτελέσουν πυξίδα για τον προσδιορισμό τυχόν νέων κεφαλαιακών αναγκών για τις τράπεζες.
Μόνο από το γεγονός ότι οι πλειστηριασμοί έχουν μείνει μέχρι στιγμής ανενεργοί, ενώ μέσω αυτών τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα πρέπει να μειωθούν κατά 11,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2019, οδηγεί σε πλειστηριασμούς περίπου 6 δισ. ευρώ μέσα στο 2018.
Οι έλεγχοι που πραγματοποιεί ο SSM και η διαπίστωση ότι ο δείκτης κάλυψης από προβλέψεις υπολείπεται σε πολλές περιπτώσεις, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις του IFRS 9, θα οδηγήσουν σε αύξηση του ελάχιστου δείκτη κάλυψης λίγο άνω του 55%. Αυτό υπολογίζεται ότι συνολικά για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες θα οδηγήσει σε αύξηση των προβλέψεων κατά 6 δισ. ευρώ.
Σήμερα, ο δείκτης κάλυψης (coverage ratio) των τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους (NPEs) ανέρχεται σε 55,7% για την Εθνική Τράπεζα, 51,1% για τη Eurobank, 48% για την Alpha Bank και 45% για την Τράπεζα Πειραιώς.
Η ΤτΕ έχει επισημάνει ότι η κάλυψη από προβλέψεις βαίνει μειούμενη (από 49,1% τον Μάρτιο 2017 σε 48,3% τον Ιούνιο) λόγω της εκτεταμένης χρήσης των διαγραφών ως μέσο για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τα «καυτά» τραπεζικά μέτωπα
Η αύξηση των επιχειρησιακών στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κατά 30% – 40% το επόμενο έτος, περιλαμβάνει:
– Εισαγωγή νέων, ουσιαστικών εργαλείων για τη μείωση των NPEs, αφού μέχρι στιγμής η μείωση έχει βασιστεί κυρίως σε διαγραφές δανείων. Ενδεικτικά, στο β΄ τρίμηνο 2017, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες προχώρησαν σε διαγραφές περίπου 1,75 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας το σχετικό ποσό για το α΄ εξάμηνο κοντά στα 3,1 δισ. ευρώ, μόλις 700 εκατ. ευρώ χαμηλότερα από το σύνολο των διαγραφών δανείων στις οποίες προχώρησαν όλη την περασμένη χρονιά.
– Μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω των οποίων θα μειωθεί ο υψηλός δείκτη αθέτησης (redefault). Ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης παραμένει σε επίπεδα άνω του 2% και υψηλότερος από το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate). Η διαφορά ανάμεσα στο ρυθμό αθέτησης και στο ρυθμό αποκατάστασης είναι υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, ενώ κατά το α΄ εξάμηνο του έτους σημειώθηκαν σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο. Μάλιστα, στο συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο το 1/3 των υπολοίπων των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, αφορά σε πιστούχους που έχουν κάνει αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς νομικής προστασίας.
– Δραστικές κινήσεις στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με καθυστέρηση άνω της διετίας. Μέχρι στιγμής οι τράπεζες δεν έχουν καταφέρει να ανταποκριθούν στους ποιοτικούς στόχους που έχει θέσει ο SSΜ για τη δραστική αντιμετώπιση των δανείων που δεν εξυπηρετούνται για περίοδο άνω των 720 ημερών.
– Εντατικοποίηση των χειρισμών στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια βιώσιμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στα σχέδια λειτουργικής αναδιάρθρωσης μεγάλων επιχειρήσεων.