Χρεώσεις που θα φτάνουν τα 2.500 δολάρια την ώρα σχεδιάζει να επιβάλει στους πελάτες της η Morgan Stanley, σε ό,τι αφορά κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τους αναλυτές μετοχών.
Το ποσό αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με εκείνο που χρεώνουν κορυφαίοι εταιρικοί δικηγόροι και αναμένεται να εφαρμοστεί με την έναρξη της εφαρμογής της οδηγίας της ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID II), αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2018.
Πηγές υπό το καθεστώς ανωνυμίας, ανέφεραν επίσης, όπως μεταδίδει το Bloomberg, ότι η τράπεζα ζήτησε από έναν μικρό πελάτη, 25.000 δολάρια ετησίως για πέντε χρήστες που έχουν βασική πρόσβαση σε έρευνες μετοχών και αναλυτές που συνολικά θα δούλευαν συνολικά πέντε ώρες.
Αυτός ο… τιμοκατάλογος καθιστά την ώρα ενός αναλυτή της Morgan Stanley πιο πολύτιμη ακόμα και από τις εργατοώρες ενός κορυφαίου δικηγόρου, συνεργάτη μεγάλης δικηγορικής εταιρείας του Λονδίνου, καθώς η τιμή που χρεώνει την ώρα μπορεί να φθάσει τα 1,100 λίρες (δηλ. 1,450 δολάρια).
Οι τιμές για κατ’ ιδίαν συναντήσεις μπορούν να ποικίλλουν ανάλογα με την αρχαιότητα και τη θέση του αναλυτή, ανέφεραν οι ίδιες πηγές.
Η τιμολόγηση της τράπεζας μετά την εφαρμογή του MiFID II εξαρτάται από το πόσο συχνά και το πόσοι χρήστες έχουν πρόσβαση σε γραπτές αναλύσεις, καθώς και από το πόσο χρόνο ξοδεύουν με τους αναλυτές, αναφέρει ο επικεφαλής διεθνούς έρευνας, Simon Bound.
Η McKinsey & Co. εκτιμά ότι οι επενδυτές θα μειώσουν πάνω από 1 δισ. δολ. τις δαπάνες τους καθώς πλέον γίνονται πιο επιλεκτικοί στο τι πληρώνουν. Ενας αναλυτής ιδίων κεφαλαίων που εργάζεται σε μια επενδυτική τράπεζα ή μια χρηματιστηριακή του Λονδίνου πληρώνεται με περίπου 455.000 λίρες ετησίως, συν μπόνους. Αυτό αντιστοιχεί στην αμοιβή ενός δ/νοντος συμβούλου.
Η UBS Group εξετάζει να χρεώνει 40.000 δολ. τον χρόνο τους πελάτες της ώστε να έχουν πρόσβαση σε βασικές αναλύσεις μετοχών . Η Barclays επίσης τιμολογεί την υπηρεσία σε 40.000 δολ. ετησίως ενώ η JPMorgan Chase & Co. προσανατολίζεται στην πολύ χαμηλότερη τιμή των 10.000 δολ. ετησίως.