«Οι προβλέψεις για ανάκαμψη βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά»
«Βασικός ανασταλτικός παράγοντας της επιχειρηματικότητας σήμερα είναι το σχετικά υψηλό επίπεδο των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης», δήλωσε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, ενώ σημείωσε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ΕΛΛ-2,06% έχει κατ’ επανάληψη προτείνει την αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την εργασία, την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη.
«Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με μεγαλύτερη έμφαση στην περικοπή μη παραγωγικών κρατικών δαπανών», πρόσθεσε, μιλώντας σε συνέδριο στην Ελληνοαμερικανική Ένωση με θέμα «Αναζητώντας την Μεταρρύθμιση στην νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα».
«Αυτό μπορεί να γίνει, για παράδειγμα, μέσω της αξιολόγησης των δομών της γενικής κυβέρνησης, του συστήματος κινητροδότησης των ποικίλων φορέων της (π.χ. των ΟΤΑ) μέσω της επανεξέτασης του τρόπου που επιχορηγούνται από την Κεντρική Διοίκηση, καθώς και με την επέκταση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου – ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε τομείς που ακόμα και σήμερα θεωρούνται ταμπού, όπως, π.χ., η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική ασφάλιση» συνέχισε ο κ. Στουρνάρας.
Όπως συμπλήρωσε, «σε συνδυασμό με πιο αποτελεσματική διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, κυρίως της ακίνητης, μέσω κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης, και με την περαιτέρω ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα -και ιδιαιτέρως του φοροεισπρακτικού μηχανισμού-, η περαιτέρω μείωση των μη παραγωγικών δαπανών του δημόσιου τομέα θα επιτρέψει τη μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών, ενισχύοντας έτσι την αναπτυξιακή διαδικασία».
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι παρά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, οι αγορές προϊόντων στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι από τις πλέον ρυθμιζόμενες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Συνεπώς, όπως εξήγησε, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για οφέλη από την κανονιστική μεταρρύθμιση.
Οι προτεινόμενες πολιτικές, συνέχισε ο ίδιος, περιλαμβάνουν τη μείωση του αριθμού των εμποδίων για την έναρξη και την επέκταση μιας επιχείρησης, την ενίσχυση του νόμου περί ανταγωνισμού και την επιβολή κυρώσεων, την προώθηση ισότιμων όρων ανταγωνισμού, την άρση των περιοριστικών κανονισμών, ιδίως στους τομείς των υπηρεσιών, την αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών πτώχευσης, τη διασφάλιση κράτους δικαίου και ενός αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος, όπου η απονομή δικαιοσύνης δεν καθυστερεί.
Ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει κατάχρηση της έννοιας μεταρρύθμιση, κάτι που στο μυαλό των περισσότερων Ελλήνων οδήγησε στην απογύμνωση της λέξης από το πραγματικό νόημά της. «Όμως, όπως πολύ σωστά διατυπώνεται και από τους διοργανωτές του συνεδρίου, “μεταρρύθμιση είναι το αίτημα για συνολική προσαρμογή στις απαιτήσεις της νεωτερικότητας και της ένταξης στον σύγχρονο κόσμο”», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Υπογράμμισε εξάλλου ότι η ελληνική οικονομία θα πρέπει να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης οικονομίας, ώστε, βασιζόμενη στα ισχυρά συγκριτικά της πλεονεκτήματα, να μπορέσει να εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη. Είπε επίσης ότι «παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις, παρά το σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία επτά χρόνια, τόσο στην προσαρμογή των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών της όσο και στην εφαρμογή ενός αυστηρού προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Έχει λοιπόν ξεκινήσει ήδη η αναδιάρθρωση της οικονομίας προς την κατεύθυνση ενός νέου, βιώσιμου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου, που βασίζεται στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και στην αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ».
Ο κ. Στουρνάρας υπενθύμισε ότι οι προβλέψεις για την ανάκαμψη της οικονομίας βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα.
«Η Ελλάδα αντιμετωπίζει την πρόκληση της εφαρμογής αποτελεσματικών και περιεκτικών διαρθρωτικών αλλαγών, ώστε να κεφαλαιοποιηθεί η έως τώρα πρόοδος, να ενισχυθούν οι θετικές προοπτικές και να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην πορεία της οικονομίας. Αυτό θα έχει θετικές επιδράσεις στη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου, επιτρέποντας τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές μετά το πέρας του προγράμματος», εξήγησε. Τόνισε, δε, ότι τα συνολικά οφέλη από τις μεταρρυθμίσεις είναι σημαντικά για την οικονομία.
Προώθηση της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας
Ο διοικητής της ΤτΕ είπε ότι ο ρόλος των μεταρρυθμίσεων είναι θεμελιώδης για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και για την ενίσχυση της εξωστρέφειας. Σημείωσε ότι οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας, ενώ τόνισε πως «μόνη οδός για να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό είναι η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας».
Όπως συμπλήρωσε, απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτά είναι η δημιουργία του κατάλληλου πλαισίου επιχειρηματικότητας, εντός του οποίου η ιδιωτική πρωτοβουλία θα λειτουργήσει αποτελεσματικά και, εκμεταλλευόμενη τα δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και τη σύγχρονη τεχνολογία, θα εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη. «O ρόλος του κράτους έγκειται ακριβώς στη δημιουργία αυτού του πλαισίου» ξεκαθάρισε.
Επεσήμανε εξάλλου ότι μένουν ακόμη αρκετά να γίνουν, όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η θέσπιση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος και η δημιουργία προβλέψιμου οικονομικού περιβάλλοντος, φιλικού προς την επιχειρηματικότητα.
Εκσυγχρονισμός δημόσιας διοίκησης – Ενίσχυση επενδύσεων σε έρευνα και καινοτομία
Ο κ. Στουρνάρας στάθηκε επίσης στην ανάγκη βελτίωσης και ο εκσυγχρονισμού της διοίκησης. Επικαλούμενος στοιχεία του ΟΟΣΑ, ανέφερε ότι η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά στους δείκτες ψηφιακής διακυβέρνησης. «Συνεπώς, υπάρχουν πολλά περιθώρια προόδου στον τομέα αυτόν. Μέσω του ανοίγματος των δημόσιων δεδομένων εξυπηρετούνται οι τρεις βασικοί στόχοι της ανοικτής διακυβέρνησης, δηλαδή η διαφάνεια, η λογοδοσία και η συμμετοχή», εξήγησε.
Δήλωσε επιπλέον ότι η ανάπτυξη που βασίζεται στην καινοτομία, υποστηριζόμενη από επενδύσεις έντασης γνώσης (Knowledge Based Capital), είναι καταλυτικής σημασίας για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Τόνισε πως τα ασθενέστερα σημεία του συστήματος καινοτομίας της χώρας εντοπίζονται στην παραγωγή νέων προϊόντων, στο κεφάλαιο επιχειρηματικού κινδύνου, στην κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, στην ευρυζωνική διείσδυση, στη διά βίου μάθηση, στην επένδυση στην έρευνα από την πλευρά των επιχειρήσεων και στις εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας.
«Για την ενίσχυση των καινοτομικών επιδόσεων της χώρας απαιτούνται πρωτίστως μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές, που θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις για ισχυρότερη δυναμική εξωστρέφειας. Πράγματι, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων – όπως ο περιορισμός του διοικητικού φόρτου για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις καθώς και ο περιορισμός ευρύτερων φραγμών στον ανταγωνισμό – μπορούν να αυξήσουν τις επενδύσεις σε γνώση» συμπλήρωσε.
Καταλήγοντας, επεσήμανε την ανάγκη να αλλάξει το παραγωγικό πρότυπο της χώρας. «Η επιστροφή στο παλιό εσωστρεφές πρότυπο, όπου η ανάπτυξη ήταν εξαρτώμενη από την εγχώρια ζήτηση, κυρίως την κατανάλωση, η οποία χρηματοδοτήθηκε από εξωτερικό δανεισμό, είναι ανέφικτη και ανεπιθύμητη», τόνισε και εξήγησε πως το κράτος «οφείλει να κάνει προσεκτικό και στοχευμένο σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων, ώστε να δημιουργούνται τα σωστά κίνητρα για τον ιδιωτικό τομέα και να αποφεύγονται προβλήματα και στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν στο παρελθόν».