Η ποικιλία στην Ελλάδα έγκειται στη συνεχή εναλλαγή βουνού, κάμπου, θάλασσας, νησιών. Πρόκειται για μία ενιαία περιβαλλοντική αλυσίδα, η οποία σπάει αν εγκαταλειφθεί ή ερημώσει ένας κρίκος της. Οι ορεινοί οικισμοί στην Ελλάδα έχουν υποτιμηθεί διαχρονικά, γεγονός που φαίνεται από την έλλειψη ειδικού νομοθετικού πλαισίου για τις ορεινές περιοχές, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Πράγματι, η Ελλάδα, μπορεί να είναι γνωστή για τη θάλασσα και τον ήλιο, παραμένει όμως μία ορεινή χώρα σε ποσοστό 77,9%, σύμφωνα με τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), Δημήτρης Καλιαμπάκος, συντονιστής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «η Ελλάδα μαζί με την Ελβετία, την Αυστρία και τη Σλοβενία είναι οι πιο ορεινές χώρες της Ευρώπης. Η φυσιογνωμία της Ελλάδας καθορίζεται από τον ορεινό και το νησιωτικό χαρακτήρα της χώρας. Το προηγούμενο διοικητικό “μοίρασμα” του “Καποδίστρια” αντανακλούσε κάπως αυτή τη διάσταση, με το 61,6% των δήμων να είναι ορεινοί-ημιορεινοί, ενώ με τον “Καλλικράτη” αποτελούν μόνο το 9,5%.
Για παράδειγμα, ο δήμος Καρπενησίου συνενώθηκε με άλλους πέντε δήμους που ήταν όλοι ορεινοί, τα Καλάβρυτα και το χιονοδρομικό τους κέντρο βρίσκονται πια σε πεδινό δήμο, ο Όλυμπος, ο Κίσαβος, τα Πιέρια, το Παγγαίο, η Γκιώνα, ο Χελμός, το Βέρμιο, η Δίρφυς, η Ροδόπη, και τα περισσότερα βουνά “εξαφανίστηκαν” διοικητικά από τα ορεινά της χώρας. Η Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, καθώς και η Θράκη δεν έχουν ούτε ένα ορεινό δήμο».
«Με τον αποχαρακτηρισμό των ορεινών περιοχών και την ένταξή τους στους πεδινούς δήμους, πολλές φορές και αστικούς, “εξαφανίζονται” οι όποιες επιδοτήσεις από τα κοινοτικά προγράμματα και τα δικαιώματα που είχαν ως ορεινοί οικισμοί και που ως τώρα τους ενίσχυαν. Ένα άλλο στοιχείο με την “ισοπέδωση” των ορεινών αποτελεί το γεγονός ότι δεν έχουμε πια ημιορεινές περιοχές, η οποίες έχουν πολύ ιδιαίτερα στοιχεία, στο έδαφος, στις καλλιέργειες, στη χλωρίδα και πανίδα», αναφέρει η Στέλλα Γιαννακοπούλου αρχιτέκτων μηχανικός.
Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, Δημήτρης Στεφάνου ότι «η διοικητική μεταρρύθμιση του “Καλλικράτη” οργάνωσε τους δήμους σε μεγάλες ενότητες, μετά από την εκτίμηση των κριτηρίων για την καλύτερη εξυπηρέτηση των κατοίκων. Το κριτήριο συνένωσης ήταν κάθε δήμος να έχει τουλάχιστον 10.000 κατοίκους. Από αυτό εξαιρέθηκαν δήμοι που είχαν ορεινότητα και τα νησιά. Δε σημαίνει ότι κάθε ορεινός δήμος εξαιρέθηκε, αλλά όπου δεν συνέτρεχαν λόγοι συνένωσης έγινε η εξαίρεση, όπως ο δήμος Σφακίων στην Κρήτη».
Η αστικοποίηση, η μετανάστευση και οι πόλεμοι ευθύνονται για τη σταδιακή, πολλές φορές και απότομη, μετακίνηση αγροτικών πληθυσμών, κυρίως ορεινών, προς τις πόλεις. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας το 2001 ο αστικός πληθυσμός ανερχόταν σχεδόν στο 60%, ο ημιαστικός στο 13,1% και ο αγροτικός στο 27,2%. Το 1940 οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν αστικός 32,8%, ημιαστικός 14,8%, αγροτικός 52,4%, ενώ για να πάμε πιο πίσω στο χρόνο, το 1856 ο αστικός πληθυσμός αποτελούσε μόλις το 6,8%, ο ημιαστικός το 12,6% και αγροτικός το 80,6%.
«Το αποτέλεσμα ήταν στους ορεινούς οικισμούς να παραμείνουν ως επί το πλείστον άνδρες από 65 χρόνων και πάνω. Το 2001 ο ορεινός πληθυσμός καταγράφηκε στο 10%», ενημερώνει η Αφροδίτη Μπασιώκα, αρχιτέκτονας, με ειδίκευση στη δημογραφία των ορεινών περιοχών.
Η κ. Μπασιώκα επισημαίνει ότι «στην απογραφή του 2001 υπάρχει αύξηση του πληθυσμού στα χωριά σε υψόμετρο από 800 μέτρα και πάνω. Από τις δεκαετίες του ’80, ’90 και το 2000 είχαν δοθεί κίνητρα και επιδοτήσεις από ειδικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιστροφή του κόσμου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει μερική αναζωογόνηση της υπαίθρου. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται επιστροφή αρκετού κόσμου σε ορεινά χωριά και για άλλους λόγους, όπως καλύτερη ποιότητα ζωής και γιατί η ζωή στην πόλη έχει γίνει πολύ ακριβή».
«Η επιδότηση για την ορεινότητα, που προκύπτει από ευρωπαϊκά κριτήρια για την ανάπτυξη των περιοχών εξακολουθεί να υπάρχει» τονίζει ο κ. Στεφάνου.
Ο κ. Καλιαμπάκος επισημαίνει πως στα βουνά «υπάρχει μία δεύτερη Ελλάδα, η οποία μειονεκτεί σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα. Τα προβλήματα είναι ήδη τεράστια στις υποδομές, την πρόσβαση, την υγεία, την εκπαίδευση, την εργασία. Αν την εξαφανίσεις και από το διοικητικό χάρτη, την υποβιβάζεις ακόμα περισσότερο. Μέχρι πρότινος οι οικισμοί αυτοί κρατούνταν γιατί υπήρχε ο πρόεδρος, ο κοινοτάρχης και πέντε άνθρωποι που “έτρεχαν” για τις κοινωνικές υπηρεσίες. Ειδικά τώρα με την οικονομική κρίση, ποιος θα ασχοληθεί με το πέτρινο γεφύρι που πέφτει ή με τις στέγες που καταρρέουν; Ή τις τοπικές καλλιέργειες και την προστασία των δασών αν φύγουν οι άνθρωποι;».
Στη διοικητική μεταρρύθμιση προβλέπεται ότι ένας δήμος πρέπει να έχει τουλάχιστον 10.000 κατοίκους. «Για τους ορεινούς οικισμούς αυτό το νούμερο είναι άπιαστο», σχολιάζει ο κ. Καλιαμπάκος.
Ο κ. Στεφάνου λέει ότι «στους νέους δήμους έγιναν μία σειρά από παρεμβάσεις όπως, ενδοδημοτική αποκέντρωση, δηλαδή κάθε ένας από τους δήμους που συνενώθηκε παραμένει διακριτή δημοτική ενότητα του νέου δήμου και εκλέγει εκπρόσωπο στο δημοτικό συμβούλιο. Υπάρχει τοπικός αντιδήμαρχος και τα παλιά τοπικά συμβούλια γίνονται δημοτικές τοπικές κοινότητες με δέσμη αρμοδιοτήτων για διαχείριση τοπικών υποθέσεων. Η ζωή στις ορεινές περιοχές είναι πιο σύνθετο ζήτημα. Δεν αποτελεί λύση να “φυτεύονται” κρατικές υπηρεσίες, όπως ΕΛΤΑ, δασαρχείο, κλπ και να λέμε ότι έτσι δε θα μαραζώσει».
Ειδική νομοθεσία για την προστασία και την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Η κ. Γιαννακοπούλου, τονίζει ότι «οι ορεινοί οικισμοί είναι πιο ευάλωτοι και αντιμετωπίζουν ειδικές ανάγκες. Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική χώρα της Ευρώπη των 27, που όχι μόνο δεν ενισχύει τις ορεινές κοινότητες, αλλά με το νέο διοικητικό μοντέλο τις διαλύει. Η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Αυστρία, ακολουθούν ειδική πολιτική για τους ορεινούς οικισμούς, τους προστατεύουν και τους αναδεικνύουν. Στην Ελβετία, που αντιμετώπισαν παρόμοιο πρόβλημα με την Ελλάδα και οι κάτοικοι εγκατέλειπαν τα βουνά για τις πόλεις, πήραν ειδικά μέτρα, έδωσαν κίνητρα και ο κόσμος άρχισε να ξαναγυρίζει. Σήμερα, τα ορεινά χωριά στην Ελβετία είναι από τις πιο ευημερούσες περιοχές».
Ο κ. Στεφάνου παραδέχεται ότι «σε όλες τις πολιτικές που έχουν οριζόντιο χαρακτήρα, έχουμε πρόβλημα, συνολικά σαν χώρα. Σημαίνει το πώς οργανώνεται η εκπαίδευση, η υγεία, οι φοροαπαλλαγές μέχρι τη στρατολογία. Πράγματι υπάρχουν ελλείμματα, δεν είναι όμως διοικητικό το πρόβλημα, αλλά κεντρικής αναπτυξιακής πολιτικής. Κατανοούμε ότι όταν είσαι αυτόνομος δήμος και αυτό σταματάει το λαμβάνεις σαν απώλεια. Δεν είναι όμως έτσι. Συνένωση σημαίνει πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες που ουδέποτε υπήρχαν».
Επίσης ερωτήματα γεννιούνται για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουμε και στα νησιά, πολλά εκ των οποίων είναι ορεινά. Στη Σαμοθράκη το Φεγγάρι, στην Κεφαλλονιά ο Αίνος, στη Θάσο το Υψάρι, από ορεινοί δήμοι έγιναν πεδινοί. «Ο κανόνας ένας δήμος ανά νησί εγκυμονεί ανησυχητικές εσωτερικές μετακινήσεις. Στην Τήνο υπήρχαν δύο δήμοι και μία κοινότητα. Τώρα έγινε ένας ενιαίος δήμος. Πιθανόν πολλοί κάτοικοι από τα ορεινά χωριά να κατέβουν στο λιμάνι, όπου εκεί θα είναι πια όλες οι υπηρεσίες και το κέντρο τους», αναφέρει ο κ. Καλιαμπάκος.
Τα προβλήματα που ανακύπτουν δεν έχουν μόνο οικονομική διάσταση, αλλά και πολιτιστική. Σε επιστολή τους προς τον υπουργό Εσωτερικών, Γιάννη Ραγκούση, πανεπιστημιακοί του ΕΜΠ και οι δήμαρχοι Ανατολικής Μάνης, Γορτυνίας, Αμυνταίου, Καλαβρύτων, Καρπενησίου, Κιλκίς, Διρφύων-Μεσσαπίων, Παγγαίου, Δίου-Ολύμπου και Σαμοθράκης σημειώνουν μεταξύ άλλων: «Η ορεινότητα δεν είναι μόνο γεωγραφία, είναι πολιτισμός. Είναι, πρώτα απ’ όλα ταυτότητα και συνείδηση για τους ορεσίβιους. Είναι χαρακτηριστικό, ιδιαίτερο του τόπου και του πολιτισμού τους, που τους διαφοροποιεί από τους κατοίκους της πεδιάδας. Πάντα έτσι ήταν. Άλλους πολιτισμούς γεννά ο κάμπος, άλλους το βουνό. Και είναι αυτή η διαφορετικότητα που ομορφαίνει τον κόσμο».
Επιπλέον, στην επιστολή τους αναφέρουν πως ενώ «μεριμνά για την ίδρυση Ερευνητικού Ινστιτούτου Νησιωτικής Πολιτικής» που θα λειτουργεί συμβουλευτικά προς το κράτος δεν ιδρύει αντίστοιχο φορέα για τις ορεινές περιοχές.
Ο κ. Στεφάνου επισημαίνει ότι «τα προβλήματα των νησιών είναι μεγαλύτερα, όπως πρόσβαση σε πόσιμο νερό, επικοινωνία μέσω θάλασσας και άλλα. Στα βουνά τέτοια ζητήματα δεν υφίστανται. Όποια και να είναι η ανάγκη μ’ ένα αυτοκίνητο θα μετακινηθείς». Ο κ. Στεφάνου συμπληρώνει πως η διοικητική μεταρρύθμιση έχει γίνει εδώ και 5 μήνες. «Ακόμα είμαστε σε μεταβατικό στάδιο. Τα αποτελέσματα θα φανούν και όπου χρειάζονται διορθώσεις θα γίνουν», τονίζει.
Οι επιστολές διαμαρτυρίας, αλλά και προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας από τις πληγείσες περιοχές πληθαίνουν. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι δεν έγιναν σεβαστά τα κριτήρια της ορεινότητας που προβλέπει το Σύνταγμα, στο άρθρο 101, δηλαδή τα γεωοικονομικά, κοινωνικά και συγκοινωνιακά δεδομένα των περιοχών των δήμων.
Η προστασία των ορεινών οικισμών της χώρας μας αποτελεί μείζον περιβαλλοντικό ζήτημα, διότι το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον είναι αλληλένδετα, καθώς το ένα επηρεάζει το άλλο. Το αν μεγαλώνει κάποιος σε μία πόλη, σ’ ένα ορεινό χωριό ή σ’ ένα νησί τον καθορίζει. Επίσης, στο περιβάλλον ενός τόπου εκτός από τις τοπικές καλλιέργειες, τα ζώα και τα δάση ανήκουν και ο πολιτισμός, οι παραδόσεις, τα τραγούδια, η αρχιτεκτονική, τα ήθη και έθιμα ενός τόπου.
Το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) καθιέρωσε το 1972 την 5η Ιουνίου ως «Ημέρα Περιβάλλοντος». Φέτος, το θέμα που επιλέχθηκε είναι «Πολλά είδη, ένας πλανήτης, ένα μέλλον». Η καθιέρωση αυτής της ημέρας αποσκοπεί στο να εκτιμήσουμε, να γνωρίσουμε και να προστατεύσουμε το περιβάλλον.