Με μια τροποποίηση της υπάρχουσας αλλά ουσιαστικά ανεφάρμοστης ΚΥΑ, δίνεται λύση στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί με τη συμμόρφωση των 1700 ελαιοτριβείων ανά την Ελλάδα με τις νόμιμες προϋποθέσεις για την χορήγηση αδείας.
Με την εν λόγω ΚΥΑ (ΦΕΚ 4333 Β’ 12/12/2017) επιτυγχάνεται η εναρμόνιση της λειτουργίας του συγκεκριμένου κλάδου, με τις αρχές καλής πρακτικής που εφαρμόζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ανακοίνωσε χθες, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, στη Μυτιλήνη, ο γενικός γραμματέας Βιομηχανίας Στρατής Ζαφείρης.
Μέχρι σήμερα με τη νομοθεσία έχουν συμμορφωθεί μόλις 400 ελαιοτριβεία σε όλη την Ελλάδα. Όπως τόνισε ο κ. Ζαφείρης, με τις αλλαγές που ενσωματώθηκαν στην ΚΥΑ, για πρώτη φορά ο κατσίγαρος δε θεωρείται απόβλητο αλλά «πόρος» και δίνεται πλέον η δυνατότατα αξιοποίησής του για την λίπανση του ελαιώνα εξοικονομώντας χρήματα για τον παραγωγό και δίνοντας υπεραξία στο παραγόμενο προϊόν.
Επιπροσθέτως, στα ελαιοτριβεία θα δοθεί μια προσωρινή άδεια λειτουργίας ενός χρόνου, μέχρι να προλάβουν να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις.
“Το μεγαλύτερο στοίχημα είναι η επωφελής χρησιμοποίηση των δεδομένων που προκύπτουν μετά την εφαρμογή της νέας ΚΥΑ. Λειτουργώντας πλέον με διαφανή και νόμιμο τρόπο, ο κλάδος των ελαιοτριβείων μπορεί στοχευμένα να αξιοποιήσει δράσεις και χρηματοδοτικά εργαλεία που του προσφέρονται, έτσι ώστε να προσδώσει υψηλή προστιθέμενη αξία στο τελικό προϊόν του (ελαιόλαδο), αλλά, ταυτόχρονα, να παράγει και μια σειρά από υποπροϊόντα- παραπροϊόντα, τα οποία θα του προσφέρουν μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και σαφή εξαγωγικό προσανατολισμό”, ανέφερε σε δηλώσεις του ο κ. Ζαφείρης.
Τέλος, με βάση τη νέα ρύθμιση από την 1η Ιανουαρίου 2018 θα απαγορεύεται η χρήση επαναχρησιμοποιούμενων φιαλών με ελαιόλαδο στον κλάδο της εστίασης και θα είναι υποχρεωτική η χρήση συσκευασιών μιας χρήσης με επώνυμο προϊόν. “Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται όλος ο κλάδος παραγωγής ελαιολάδου (ελαιοπαραγωγοί-ελαιοτριβεία-υποποίηση) και δίνεται η ευκαιρία στο τυποποιημένο επώνυμο ελληνικό ελαιόλαδο να αυξήσει το μερίδιο αγοράς του, έναντι του χύμα ελαιόλαδου, το οποίο διακινείται εντός της χώρας σε συνθήκες αμφιβόλου ποιότητας και υγιεινής ή εξάγεται στην Ιταλία με μηδενική προστιθέμενη αξία στο τελικό προϊόν”, κατέληξε ο γ.γ. Βιομηχανίας .