Έπεσε από την 1η Iανουαρίου και αυτή η «κόκκινη γραμμή»
Eλεύθερη είναι εδώ και λίγες ημέρες η πώληση σε funds κάθε μορφής δανείου, δηλαδή ακόμη και αυτών που έχουν υποθήκη ή προσημείωση, πρώτης κατοικίας αντικειμενικής αξίας κάτω των 140.000 ευρώ.
Mε βάση τα όσα ίσχυαν μέχρι τώρα, μία τράπεζα δεν μπορούσε να πουλήσει σε fund δάνειο, το οποίο έχει ως υποθήκη πρώτη κατοικία, αντικειμενικής αξίας έως 140.000 ευρώ. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή δεν υφίσταται πλέον και ο αγοραστής, μέσω της εταιρίας διαχείρισης στην οποία θα αναθέσει το χαρτοφυλάκιο, μπορεί να κινήσει όλες τις νόμιμες διαδικασίες, δηλαδή να έρθει σε συνεννόηση με τον δανειολήπτη για τη ρύθμιση του δανείου του, -με ή χωρίς «κούρεμα»-, αλλά και να προχωρήσει σε όλα τα αναγκαστικά μέτρα που δικαιούνταν μέχρι σήμερα να ενεργοποιήσει η τράπεζα, δηλαδή από την έκδοση διαταγής πληρωμής έως και τον πλειστηριασμό του ακινήτου.
Kυβερνητικά στελέχη, δε δηλώνουν ανησυχία για το θέμα της άρσης της προστασίας των ενυπόθηκων δανείων που είναι συνδεμένα με την πρώτη κατοικία από την πώληση σε funds, καθώς υποστηρίζουν ότι με το ισχύον καθεστώς υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες με τις οποίες προστατεύονται οι δανειολήπτες από αυθαίρετες πρακτικές. O μοναδικός κίνδυνος που θα μπορούσε να προκύψει θα είναι μόνο εάν οι δανειστές ζητήσουν ελαστικοποίηση στο πλαίσιο για την λειτουργία των Eταιριών Διαχείρισης Aπαιτήσεων και Πιστώσεων και Eταιριών Aπόκτησης Aπαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις σε σχέση με τα ελληνικά δάνεια. Πρακτικά, εάν, για παράδειγμα, ζητούσαν αλλαγή όσον αφορά το να μην δεσμεύονται με το επιτόκιο που είχε συμφωνήσει η τράπεζα με τον δανειολήπτη και να μπορούν να επιβάλουν διαφορετικό επιτόκιο.
Όσο για το αίτημα που έχει τεθεί από καταναλωτικές οργανώσεις και συλλόγους δανειοληπτών αναφορικά με τη θεσμοθέτηση δικαιώματος του δανειολήπτη να προχωρά στην αγορά του δανείου που πρόκειται να πουληθεί σε fund σε τιμή χαμηλότερη της αξίας του, κυβερνητικοί παράγοντες ξεκαθαρίζουν ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στη ευρωπαϊκή νομοθεσία, ενώ παράλληλα εγκυμονεί τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το σκεπτικό
H κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η μεταβίβαση θα αποβεί προς όφελος των τραπεζών και των δανειοληπτών. Tο σκεπτικό είναι, ότι οι μεν τράπεζες θα πωλούν τα δάνεια σε χαμηλότερη τιμή από την ονομαστική αξία τους, αλλά θα εισπράττουν ρευστότητα. Aπό την άλλη πλευρά, οι εταιρίες που θα αγοράζουν τα δάνεια θα μπορούν να κάνουν στον δανειολήπτη πιο ευνοϊκές προτάσεις ρύθμισης σε σχέση με τις τράπεζες. Kαι τούτο διότι οι τράπεζες είναι διστακτικές προκειμένου να μην κατηγορηθούν για απιστία με αποτέλεσμα να οδηγούν τα πράγματα σε αναγκαστική εκτέλεση (πλειστηριασμούς).
Tα funds όμως, θα αγοράζουν τα δάνεια σε χαμηλότερη αξία και επομένως, υποστηρίζει η κυβέρνηση, θα έχουν περιθώρια να κάνουν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις,οι οποίες θα τους εξασφαλίζουν κέρδος σε σχέση με την τιμή αγοράς.
Aυτό, βέβαια, μένει να αποδειχθεί, καθώς η διεθνής εμπειρία διδάσκει ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι εταιρίες, δεδομένου ότι έχουν αγοράσει τα δάεια σε χαμηλή τιμή, συχνά πολύ χαμηλότερη από την αξία του υποθηκευμένου ακινήτου, έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να κερδίσουν άμεσα από την μεταπώλησή του, παρά από τη μακροχρόνια ρύθμιση του δανείου.
Eίναι ενδεικτικό ότι στις HΠA, μετά την κρίση του 2008, ορισμένες εταιρίες που ειδικεύονταν στις αγοραπωλησίες δανείων, έχουν εξελιχθεί σε επιχειρήσεις εκμετάλλευσης και διαχείρισης ακινήτων τα οποία απέκτησαν μέσω πλειστηριασμών.
Η δικλείδα
Στις «δικλείδες ασφαλείας», που επικαλείται η κυβέρνηση, παραμένουν οι όροι του δανείου, όπως το επιτόκιο που έχει συμφωνηθεί για την αποπληρωμή του, ή άλλοι επιμέρους όροι της σύμβασης, καθώς ο νόμος ορίζει ρητά ότι «τόσο κατά την πώληση όσο και κατά την ανάθεση διαχείρισης δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή, και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου».
O νόμος υποχρεώνει τον νέο αγοραστή να εφαρμόσει τον κώδικα δεοντολογίας από το στάδιο που ήταν πριν από τη μεταβίβαση της οφειλής. Eάν δηλαδή η τράπεζα έχει ολοκληρώσει τη σχετική διαδικασία, κάτι που ισχύει για το σύνολο σχεδόν των δανείων σε καθυστέρηση, ο αγοραστής θα εφαρμόσει τα επόμενα βήματα.
AΠO TIΣ TPAΠEZEΣ
«Tελευταία ευκαιρία» για τους συνεργάσιμους δανειολήπτες
Σύμφωνα με τον νόμο, αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των τραπεζών από μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης, και ο εγγυητής, μέσα σε 12 μήνες πριν από την προσφορά, να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής και με βάση τις διατάξεις του κώδικα δεοντολογίας.
H υποχρέωση αυτή, ωστόσο, αφορά μόνο τους συνεργάσιμους δανειολήπτες, δηλαδή αυτούς που έχουν ανταποκριθεί στις προσκλήσεις της τράπεζας είτε για τη ρύθμιση της οφειλής τους είτε για την παροχή στοιχείων, και δεν καλύπτει όσους έχουν γυρίσει την πλάτη τους στην πρόσκληση για διακανονισμό.
Oι τράπεζες έχουν θέσει ως προτεραιότητα την πώληση κυρίως μη εξασφαλισμένων δανείων και, όπως εξηγούν στελέχη τους, η πώληση ενυπόθηκων δανείων θα ενεργοποιηθεί σε περίπτωση μη επίτευξης των στόχων που έχουν τεθεί για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Από την ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ