Μια ακόμη χρονιά χαμηλής επενδυτικής δραστηριότητας αποτέλεσε το 2017 οδηγούμενη κυρίως από τις αποεπενδύσεις των συστημικών τραπεζών, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα ετήσιας μελέτης της PricewaterhouseCoopers (PwC) Ελλάδος για τις Εξαγορές και Συγχωνεύσεις στην Ελλάδα, που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια ειδικής εκδήλωσης.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του 2017, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο Θανάσης Πανόπουλος, Partner και Επικεφαλής του τμήματος Deals της PwC Ελλάδας, αποτέλεσαν οι «υποχρεωτικές» συναλλαγές, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις και οι αποεπενδύσεις των τραπεζών, που κυριαρχούν στην ελληνική αγορά Ε&Σ τα τελευταία τρία χρόνια με ετήσιο μέσο όρο συναλλαγών 2,3 δισ. ευρώ. Επίσης, η δραστηριότητα των τακτικών Ε&Σ βρίσκεται στα μέσα επίπεδα των 911 εκατ. ευρώ ετησίως. Αξιοσημείωτη είναι και η μεταστροφή από μικρομεσαίες συναλλαγές της τάξης των 10 εκατ. ευρώ έως 50 εκατ. ευρώ, σε μικρές συναλλαγές αξίας κάτω των 10 εκατ. ευρώ.
Αναλυτικότερα, κατά την περυσινή χρονιά οι ελληνικές επιχειρήσεις προσέλκυσαν συνολικά κεφάλαια ύψους 5,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1,9 δισ. ευρώ αφορά σε εταιρικά ομόλογα και το 1,6 δισ. ευρώ σε Ε&Σ, ενώ μόλις 251 εκατ. ευρώ συνδέονται με αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που καλύφθηκαν από στρατηγικούς επενδυτές.
Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της μελέτης, από τις 36 συνολικά συναλλαγές Ε&Σ που πραγματοποιήθηκαν, οι πέντε μεγαλύτερες άγγιξαν τα 1,2 δισ. ευρώ επί συνόλου 1,6 δισ. ευρώ και αφορούσαν σε αποεπενδύσεις συστημικών τραπεζών, γεγονός που αποτελεί κύριο φαινόμενο των τελευταίων ετών διατηρώντας 75% του συνόλου της αξίας των συναλλαγών το 2016 και 49% για το 2017.
Σταθερή παρέμεινε η αξία των συναλλαγών σε σχέση με το 2016, αν εξαιρεθεί λόγω μεγέθους η συναλλαγή της Finansbank κατά το προηγούμενο έτος. Κυρίαρχος κλάδος σε επίπεδο αξίας συναλλαγών Ε&Σ εξακολουθεί να είναι, από το 2013, εκείνος των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (47,2%) ακολουθούμενος για το 2017 από τους τομείς ενέργειας (23,7%), τεχνολογίας (6,6%), βιομηχανίας (6,5%) και υγείας (4,9%), υπηρεσιών (3%), ακινήτων (4,6%) και λιανικής (0,3%). Σημειώνεται ότι οι αποεπενδύσεις των συστημικών τραπεζών αποτελούν τον κύριο όγκο των Ε&Σ κάθε χρόνο.
Σε επίπεδο ιδιωτικοποιήσεων, τα έσοδα από τις δύο βασικές αποκρατικοποιήσεις της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, ανήλθαν στα 1,7 δισ. ευρώ, έναντι του στόχου των 1,9 δισ. ευρώ του κρατικού προϋπολογισμού. Συνολικά τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις κατά την τελευταία οκταετία ανήλθαν σε 5 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 4 δισ. ευρώ προήλθαν από τα έτη 2011, 2013 και 2017. Κατά τη διάρκεια του 2017 εννέα ελληνικές εταιρείες εξέδωσαν διαπραγματεύσιμα ομόλογα με κουπόνια που κυμαίνονταν από 2% έως 5% αντλώντας 1,9 δισ. ευρώ έναντι 1,6 δισ. ευρώ το 2016.
Για το 2018, βάσει των ήδη συμφωνηθέντων και λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές ανακοινώσεις Ε&Σ με ενδεικτικά παραδείγματα την εξαγορά της Cyta Hellas από τη Vodafone, την πώληση των Νηρέα και Σελόντα, και της Εθνικής Ασφαλιστικής, την εξαγορά του ΙΑΣΩ General και την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΘ, η αξία των συναλλαγών αναμένεται να ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ με επιπλέον 1,2 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις.
Ωστόσο, όπως καταδεικνύει η μελέτη, σύμφωνα με το ΑΠΕ, η δραστηριότητα της Ελλάδας σε ότι αφορά συναλλαγές Σ&Ε παραμένει πολύ χαμηλή (μικρότερη του 1%) συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπου οι 20 μεγαλύτερες συμφωνίες που ανακοινώθηκαν το 2017 ανήλθαν σε 234 δισ. ευρώ με κυρίαρχο σε αυτές τον φαρμακευτικό κλάδο.
Από την πλευρά του, ο Μάριος Ψάλτης, Διευθύνων Σύμβουλος της PwC Ελλάδας ανέφερε ότι η ελληνική οικονομία μπαίνει σε τροχιά ανάπτυξης η οποία για τα επόμενα χρόνια θα είναι αναιμική λόγω έλλειψης χρηματοδότησης. Αυτό θα οδηγήσει σταδιακά σε αύξηση των Ε&Σ τόσο εξαιτίας κλαδικών ενοποιήσεων που θα επέλθουν όσο και λόγω της προσέλκυσης περισσότερων ξένων άμεσων επενδύσεων. «Η ομαλή έξοδος από το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα αναμένεται θα διευκολύνει τις επενδύσεις μέσω εξαγορών» σύμφωνα με τον κ. Ψάλτη.
Σημειώνεται ότι, η PwC αναδείχθηκε πρώτος χρηματοοικονομικός σύμβουλος για Ε&Σ παγκοσμίως βάσει του αριθμού συναλλαγών και τέταρτος στην Ευρώπη βάσει αξίας συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων μεσαίας κεφαλαιοποίησης (10 εκατ. δολ. – 250 εκατ. δολ.).