Στα προβλήματα, τις προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής για την ενθάρρυνση της συμμετοχής των γυναικών στον αγροτικό τομέα και την ελληνική ύπαιθρο επικεντρώνεται η έρευνα που εκπόνησε η Γενική Γραμματεία Ισότητας με στόχο τη βελτίωση της θέσης των αγροτισσών.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, στις αγροτικές περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει διαφορά ως προς το βαθμό συμμετοχής στις οικονομικές δραστηριότητες ανάλογα με το φύλο. Ειδικότερα στην Ελλάδα, η συμμετοχή των γυναικών και των ανδρών στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας βάδιζε φθίνουσα από το 1998 έως το 2008. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται συγκρατημένη αντιστροφή του φαινομένου, που σχετίζεται με την κρίση και τις ευκαιρίες που προσφέρει στο πλαίσιό της ο συγκεκριμένος τομέας.
Όπως αναφέρεται στην έρευνα, η κατά φύλο διάρθρωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα την περίοδο 1999-2013 παρουσιάζει διακυμάνσεις, καθώς ενώ το 1998 οι άνδρες αποτελούσαν το 58,9% των απασχολούμενων και οι γυναίκες το 41,1%, το 2008 τα ποσοστά των ανδρών αυξάνονται σε 59%, σε αντίθεση με των γυναικών που μειώνονται οριακά φτάνοντας το 39,7%, γεγονός που συνεχίζεται μέχρι το 2013. Ιδιαίτερα αυξημένη μείωση εμφανίζεται στις νέες γυναίκες έως 29 ετών, που το ποσοστό τους ανέρχεται το 1998 σε 10,4% ενώ το 2013 φτάνει μόλις το 4,5%.
Παράλληλα, διαχρονικά παρατηρείται σοβαρή βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των απασχολούμενων στον αγροτικό τομέα, αφού το ποσοστό όσων ολοκλήρωσαν μόνο την πρώτη βαθμίδα εκπαίδευσης έχει μειωθεί κατά 28,6 ποσοστιαίες μονάδες το 2013. Η ποσοστιαία αυτή μείωση μεταφράζεται σε αύξηση των απασχολούμενων που είναι κάτοχοι απολυτήριου λυκείου (+25%) και αυτών που συνέχισαν ή και ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (+3,6%). Σε σχέση με το φύλο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το εκπαιδευτικό επίπεδο των γυναικών του κλάδου είναι χαμηλότερο από αυτό των ανδρών, καθώς και ότι το εκπαιδευτικό επίπεδο των ανδρών φαίνεται ότι βελτιώνεται με γοργότερους ρυθμούς.
Σύμφωνα με τη μελέτη το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ελληνίδες αγρότισσες είναι η καθημερινή κοπιώδης και απαιτητική χειρονακτική εργασία. Ακολουθεί η υψηλή φορολογία που απομειώνει περαιτέρω το ήδη χαμηλό εισόδημα, όπως υποστηρίζουν, με την πολύωρη απασχόληση να αποτελεί την τρίτη επιλογή. Στον αντίποδα στα χαμηλότερα επίπεδα της κλίμακας, δηλαδή αυτά που οι γυναίκες αγρότισσες χαρακτηρίζουν ως τα μικρότερα προβλήματα είναι το έλλειμμα ενθάρρυνσης του οικογενειακού περιβάλλοντος, το έλλειμμα οικονομικής ανεξαρτησίας και το χαμηλότερο εισόδημα σε σχέση με αυτό των ανδρών της οικογένειας.
Πάντως, παρά την σχετικά υποβαθμισμένη συμμετοχή των αγροτισσών στην οικογενειακή αγροτική οικονομία οι ερωτώμενες συμφωνούν ότι διαμορφώνονται σήμερα σημαντικότερες προοπτικές στο επάγγελμα των αγροτισσών, το οποίο μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα της ανεργίας των γυναικών, ιδιαίτερα δε των νέων.
Μάλιστα, οι περισσότερες θεωρούν ότι τα βιολογικά προϊόντα αποτελούν τη σημαντικότερη, νέας μορφής γεωργικής παραγωγής. Ακολουθεί η μεταβολή στην τυποποίηση των αγροτικών προϊόντων, αλλά και οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού. Οι δυναμικές καλλιέργειες έλαβαν την τελευταία θέση της κλίμακας.
Ανάμεσα στα μέτρα πολιτικής που προτείνει η έρευνα για την αναβάθμιση των γυναικών στην ελληνική γεωργία είναι η υλοποίηση ερευνών που θα αποτυπώνουν πανελλαδικά την παρουσία της γυναίκας στον αγροτικό τομέα, όπως για παράδειγμα μιας ποσοτικής έρευνας σχετικής με το μερίδιο των γυναικών στον οικονομικά ενεργό γεωργικά πληθυσμό, η διεξαγωγή στατιστικών μελετών για τη διερεύνηση των λόγων για τους οποίους αρκετές ακόμα γυναίκες εγκαταλείπουν την ύπαιθρο, με σκοπό την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την καταπολέμηση της εξόδου, η κατάρτιση από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης με τη συμβολή της ΓΓΙΦ «Σχεδίου Ενθάρρυνσης» της συμμετοχής των γυναικών στις νέου τύπου καλλιέργειες, καθώς και η παροχή κινήτρων ενίσχυσης της γυναικείας επιχειρηματικότητας στον αγροτικό τομέα για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Την έρευνα υλοποίησε ως Επιστημονικά Υπεύθυνη, η Μαρία Γκασούκα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου, η οποία είχε την ευθύνη σχεδιασμού και συγγραφής της μελέτης, με τη συμβολή της Ξανθίππης Φουλίδη, μεταδιδακτορικής ερευνήτριας Πανεπιστημίου Αιγαίου. Συνέβαλε μια δωδεκαμελής ερευνητική ομάδα, επιστημόνισσες και επιστήμονες, συνεργάτριες και συνεργάτες και πλήθος εθελοντριών και εθελοντών.