Την πικρή διαπίστωση, ότι το μεγαλύτερο -ίσως- κομμάτι του ελληνικού λαού δεν συμπορεύεται με την κυβέρνησή του και δεν δείχνει πρόθυμο να ασπαστεί την λογική των νομοσχεδίων που αυτή προωθεί, έρχεται τώρα να «διασκεδάσει» η εκδήλωση πνεύματος αντίρρησης από μια ομάδα υψηλόβαθμων και «ιστορικών», σε πολλές περιπτώσεις, στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, όπως αυτή εκδηλώθηκε τις τελευταίες ημέρες και ιδίως στο σημερινό Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά και στην συζήτηση επί του προϋπολογισμού που έλαβε χώρα στην Βουλή.
Στον χώρο της ευρύτερης αντιπολίτευσης, δεν είναι λίγοι αυτοί που είδαν με καλό μάτι την σημερινή «εκδήλωση μετανοίας» των ομιλητών από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ, ισχυριζόμενοι ωστόσο ότι οι ενδοκομματικές αντιδράσεις που εκφράστηκαν δεν εκπηγάζουν από μια ενδεχόμενη ευαισθησία προς τις αρχές του Σοσιαλισμού ή μια συνειδησιακή κρίση, αλλά από τον φόβο της εύλογης καταστροφής του κοινωνικού και πολιτικού τους προφίλ. Διότι είναι βέβαιο πως ο πολύπαθος ψηφοφόρος και θυμάται και τιμωρεί.
Βεβαίως, η έκφραση αντιρρήσεων και δισταγμών προβληματίζει τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος μπορεί να μην την εκλαμβάνει ως «ανταρσία», αλλά τουλάχιστον οφείλει να θορυβηθεί: Με την λαϊκή δυσαρέσκεια στο «κόκκινο», το ΠΑΣΟΚ δεν έχει πλέον την πολυτέλεια ούτε της παραμικρής απώλειας -είτε σε επίπεδο Κοινοβουλίου είτε σε επίπεδο στελεχών πρώτης γραμμής. Ασφαλώς, οι σημερινοί αντιρρησίες αύριο θα υπερψηφίσουν και τα «αντιλαϊκά» νομοσχέδια και τις επιβεβλημένες πολιτικές προς εξυγίανση του οικονομικού και δημοσιονομικού τοπίου της χώρας. Αυτό που θα μείνει ως παράδοξη βεβαιότητα, είναι η αίσθηση της κοινωνικής διάστασης που ολοένα και περισσότερο χαρακτηρίζει την κυβερνητική πολιτική ενός κόμματος, που σε τελευταία ανάλυση ακόμη και στην ονομασία του επικαλείται τον Σοσιαλισμό.
(Και) εξ οικείων τα βέλη
Σε αυτό το πνεύμα κινήθηκε σήμερα η Βάσω Παπανδρέου, πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ παραδέχθηκε ότι ο νέος προϋπολογισμός δεν έχει πιθανότητες να βγάλει την χώρα από τα αδιέξοδα. «Είναι αυτονόητο ότι ψηφίζω τον προϋπολογισμό του 2011» είπε. «Σημαίνει, όμως, ότι μιλούμε για αξιόπιστο προϋπολογισμό που θα μας βγάλει από τα αδιέξοδα; Όχι!».
Σκιαγραφώντας με τα πλέον ζοφερά χρώματα την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, η κα Παπανδρέου συμπέρανε πως «οι συσχετισμοί είναι εναντίον μας». Κατά δήλωσή της, θα στηρίξει την συλλογική προσπάθεια και δικαιολόγησε την επιφυλακτικότητά της ισχυριζόμενη ότι κάθε παρέμβαση εκ μέρους τους αποσκοπεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Όμως «στήριξη δεν σημαίνει σιωπή και στοίχιση πίσω από μία άποψη. Ορισμένα “όχι” έχουν μεγαλύτερη αξία για τη συλλογική προσπάθεια από στρατευμένα “ναι”».
Στην συνέχεια ομολόγησε ότι «ο προϋπολογισμός του 2011 παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα ως προς τη στόχευση και την εκτέλεσή του, όπως και ο προηγούμενος», αλλά πρέπει «να διαπραγματευτούμε πολύ πιο σκληρά. Να επιταχύνουμε τις δράσεις που θα οδηγήσουν σε ανάπτυξη και θέσεις απασχόλησης και να βελτιώσουμε το μάνατζμεντ της κεντρικής διοίκησης».
Από την άλλη, ο υπουργός Άμυνας, Ευάγγελος Βενιζέλος, διερωτάται δημόσια εάν η κυβέρνηση έχει συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο. Η κίνηση αυτή, εκτός από την παραδοξότητα που την χαρακτηρίζει, ευνόητο είναι να πυροδοτεί τα σενάρια απαξίωσης του ευρώ και της ευρωζώνης που τεκταίνονται παγκοσμίως. Ήδη ο οίκος αξιολόγησης Fitch φοβέρισε με νέα υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητα της Ελλάδας. Στον πόλεμο κατά του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος «τζογάρονται» ασύλληπτα ποσά σε παγκόσμια κλίμακα και οι ορέξεις των κερδοσκόπων δύσκολα κατευνάζονται.
Και εδώ όμως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα απεδείχθη συμπαγές και ανθεκτικό: Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δήλωσε πως θα αποδεχθεί τα ελληνικά ομόλογα, ακόμη και σε περίπτωση νέας υποβάθμισης -που σημαίνει ότι ο ευρωπαϊκός «απομηχανής θεός» μας θα δέχεται τα ελληνικά «σκκουπιδόχαρτα» προκειμένου να διασωθεί η ευρωπαϊκή σταθερότητα και η αποπληρωμή των δανείων της Ελλάδας. Η ζημιά όμως ήδη έχει συντελεστεί…
Ζητούμενο η εφαρμογή των νόμων, αλλά και η λαϊκή συναίνεση
Πλήθος νομοθετημάτων λοιπόν, με τον πρωθυπουργό να διατυπώνει εμμέσως την αγωνία του περί της λαϊκής συναίνεσης: «Δεν αρκεί να νομοθετούμε, πρέπει και στην πράξη να εφαρμόζονται οι νόμοι», είπε χαρακτηριστικά. Κι αυτό από μόνο του αποδεικνύει το ότι ο Γιώργος Παπανδρέου έχει επίγνωση της δυσαρέσκειας που θα προκαλέσουν τα προτεινόμενα νομοσχέδια.
Η κυβέρνηση ασφαλώς δεν θέλει να ανοίξει μέσα στις γιορτές νέα μέτωπα ή να οξύνει τις ήδη εδραιωμένες και γνωστές αντιπαραθέσεις με κοινωνικούς φορείς και εργαζόμενους. Πολίτες στους δρόμους είναι το τελευταίο που επιθυμεί. Προς τούτο, ο υπουργός των Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, δεν παρουσίασε κάποιο νομοσχέδιο αλλά περιορίστηκε σε τρεις ενημερωτικές εισηγήσεις. Αμέσως μετά, τον Ιανουάριο, τα πολυσήμαντα θέματα της απελευθέρωσης των επαγγελμάτων, της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, των αποκρατικοποιήσεων, του νέου Επενδυτικού Νόμου και της αναδιοργάνωσης του φοροελεγκτικού μηχανισμού θα τεθούν υπό διαβούλευση –μια διαδικασία εντελώς τυπική, όπως ισχυρίζονται πολλοί, αφού οι αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί.
Όμως πολιτική δεν είναι απλώς η εκπόνηση νομοσχεδίων, αλλά ο σχεδιασμός των στρατηγικών εκείνων που θα βοηθήσουν την χώρα να εξέλθει από την κρίση. Σήμερα έγινε ένα Υπουργικό Συμβούλιο που δεν έλαβε αποφάσεις, είτε γιατί ο κρατικός μηχανισμός αδυνατεί να εφαρμόσει άμεσα τα προτεινόμενα νομοσχέδια είτε γιατί επικρέμαται ο φόβος του πολιτικού κόστους.
Η κοινωνία, από την άλλη, δεν φαίνεται να κατανοεί τον «αγώνα δρόμου» στον οποίο είναι αναγκασμένη να επιδοθεί η κυβέρνηση. Και τούτο είναι άκρως εύλογο, αν σκεφτεί κανείς το μέγεθος των θυσιών που μέχρι τώρα έχει υποστεί προκειμένου να επιτύχει η χώρα μια πρώτη οικονομική ανάταση και να αποφευχθεί η χρεωκοπία. Το παράδοξο εδώ είναι ότι κάποιες μεταρρυθμίσεις, όπως για παράδειγμα αυτές που αφορούν στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, πράγματι θα ωφελήσουν τον χαμηλόμισθο και οικονομικά ασθενέστερο πολίτη, οπότε η αντίσταση που προβάλλεται (υποστηριζόμενη και από τις δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς) είναι σε μεγάλο βαθμό αδικαιολόγητη.
Από την πλευρά του, ο πολιτικός κόσμος προσεγγίζει ολοένα και πιο στενά τον πολίτη και δείχνει να αντιλαμβάνεται την οδυνηρή καθημερινότητά του -γεγονός που αποδεικνύεται και από την «αγανάκτηση» που χαρακτηρίζει τις λεκτικές τους τοποθετήσεις-, όμως τα λόγια από μόνα τους δεν αρκούν. Για να πεισθεί το εκλογικό σώμα θα πρέπει ο πολιτικός κόσμος να δείξει έμπρακτα πως συμπάσχει -κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει τολμηθεί από κανέναν, αφού ούτε τα λειτουργικά έξοδα του Κοινοβουλίου έχουν περισταλεί ούτε οι μισθολογικές απολαβές των βουλευτών έχουν υποστεί μειώσεις αντίστοιχες με αυτές άλλων επαγγελματικών ομάδων. Και το σπουδαιότερο: για να κερδίσει την λαϊκή συμμαχία, η κυβέρνηση θα έπρεπε πρώτα να επιχειρήσει την πολυπόθητη «κάθαρση», την τιμωρία των υπευθύνων -ή έστω κάποιων από αυτούς- των σκανδάλων που συντάραξαν το πανελλήνιο όλα αυτά τα χρόνια.
Έχοντας αυτά κατά νου, ο πρωθυπουργός σήμερα ζήτησε από τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου να δώσουν μεγάλη βαρύτητα στο θέμα της κοινωνικής διαβούλευσης, ώστε το κυβερνητικό μεταρρυθμιστικό έργο να εξηγηθεί λεπτομερώς στους ενδιαφερόμενους φορείς και την κοινωνία γενικότερα.