Τις μεγάλες προκλήσεις για την μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αλλά και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται στον ενεργειακό τομέα στη χώρα μας παρουσιάζει μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ενέργειας – Οικονομίας – Περιβάλλοντος του ΕΜΠ, με την ευγενική χορηγία του Ομίλου Επιχειρήσεων Μυτιληναίος Α.Ε.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, η μελέτη με τίτλο: «Μακροχρόνιες Ενεργειακές Προοπτικές: Οι Προκλήσεις για τον Ενεργειακό Τομέα στην Ελλάδα με Ορίζοντα το 2050» αναφέρεται στις ενεργειακές προοπτικές της Ελλάδας και τις προκλήσεις σε επίπεδο στρατηγικής και σχεδιασμού που οφείλει να αντιμετωπίσει μελλοντικά ο ενεργειακός τομέας και κατ’ επέκταση η Ελληνική Οικονομία.
Στη μελέτη διαπιστώνεται ότι το προδιαγεγραμμένο πλαίσιο ενεργειακής πολιτικής, που έχει ήδη συμφωνηθεί μέχρι το 2020, οδηγεί μεν στο επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά δεν επαρκεί για την επίτευξη του «κυοφορούμενου» μακροχρόνιου στόχου μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Ως εκ τούτου επιπρόσθετα μέτρα πολιτικής θα πρέπει να υιοθετηθούν για την περίοδο μετά το 2020.
Το μέγεθος της πρόκλησης που παρουσιάζει ο μετασχηματισμός του εγχώριου ενεργειακού συστήματος στην κατεύθυνση ενός μοντέλου χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι τεράστιο:
Εγκατάλειψη βασικών ενεργειακών πολιτικών του παρελθόντος, ενίσχυση της τρέχουσας πολιτικής για την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων, αλλά και προετοιμασία και συγκρότηση ενός ακόμα πιο φιλόδοξου σχεδίου για την μετά το 2020 περίοδο, με άξονες που σταθερά περιλαμβάνουν την εξοικονόμηση ενέργειας, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειες (ΑΠΕ), το φυσικό αέριο, τα «έξυπνα» δίκτυα, τον εξηλεκτρισμό των μεταφορών κ.ά.
Η προσπάθεια καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής εκτιμάται ότι θα απαιτήσει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στην Ελλάδα κατά 70-75% το 2050 έναντι του 1990. Για την επίτευξη του στόχου αυτού απαιτείται:
• Εξοικονόμηση ενέργειας, σε ποσοστό 20% μέχρι το 2030 και 50% το 2050
• Διείσδυση των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας τουλάχιστον 35% το 2050
• Βέλτιστο μερίδιο ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή το 2050 από 48% έως 83%, ανάλογα με την υιοθέτηση ή μη των τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης CO2 και πυρηνικών
• Το 85% των οδικών μεταφορών το 2050 να εκτελείται από ηλεκτρικά μέσα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το ελληνικό ενεργειακό σύστημα βρίσκεται στην αρχή μιας πορείας ραγδαίας και ριζικής αναμόρφωσης. Έχουν θεσπιστεί πληθώρα μέτρων με αρκετό βαθμό δυσκολίας υλοποίησης και αξιοσημείωτο κόστος, έτσι ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί με ορίζοντα το 2020. Ωστόσο, η μετεξέλιξη του ενεργειακού συστήματος της Ελλάδας μετά το 2020 θα πρέπει να είναι ακόμα πιο φιλόδοξη και θα περιλαμβάνει οπωσδήποτε:
• Μεγάλης έκτασης εξοικονόμηση ενέργειας και βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας σε όλους τους τομείς. Ο κτιριακός τομέας θα πρέπει να τείνει προς ενεργειακές καταναλώσεις που αντιστοιχούν σε παθητικά ενεργειακά κτήρια. Η εφαρμογή των ΑΠΕ σε αποκεντρωμένη κλίμακα στα κτήρια και οικίες θα πρέπει να αποτελέσει κοινή πρακτική. Μηχανισμοί βασισμένοι στην αγορά, όπως οι εταιρείες ενεργειακών υπηρεσιών και η εφαρμογή υποχρεώσεων εξοικονόμησης ενέργειας και ΑΠΕ στους προμηθευτές ενέργειας, πρέπει να αποτελέσουν το όχημα για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας.
• Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να απεξαρτηθεί από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ώστε η ηλεκτρική ενέργεια, με σχεδόν μηδενικές εκπομπές στην παραγωγή της, να αποτελέσει το φορέα υποκατάστασης ορυκτών καυσίμων στις μεταφορές (επαναφορτιζόμενα οχήματα) και σε πολλές θερμικές χρήσεις μέσω αντλιών θερμότητας.
• Η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή πρέπει να αυξηθεί σε επίπεδα μεγαλύτερα από αυτά που προβλέπονται για το 2020, σε συνδυασμό με αποθηκευτικά συστήματα.
• Θα πρέπει να διασυνδεθούν τα περισσότερα νησιά με το ηπειρωτικό σύστημα ώστε να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες ανάπτυξης ΑΠΕ και να συντελεσθεί πλήρης απεξάρτηση της ηλεκτροπαραγωγής από το πετρέλαιο.
• Έξυπνα συστήματα δικτύων θα πρέπει να αναπτυχθούν ώστε να συμμετέχουν οι ΑΠΕ σε μεγάλη έκταση στη χαμηλή και μέση τάση.
• Το ηλεκτρικό σύστημα και η αγορά πρέπει να διευκολύνουν την ανάπτυξη ευέλικτων μονάδων φυσικού αερίου (και μακροχρόνια μείγματος φυσικού αερίου με υδρογόνο από ΑΠΕ και με βιοαέριο).
• Το σύστημα πληρωμών της ενέργειας από ΑΠΕ πρέπει σταδιακά να προσανατολισθεί προς την κατεύθυνση θέσπισης υποχρέωσης ΑΠΕ που επιβάλλεται στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, ταυτόχρονα με υποχρέωση διασφάλισης αξιόπιστης τροφοδοσίας και επάρκειας ισχύος για την ενέργεια των πελατών τους.
• Η εξισορρόπηση φορτίου, τόσο για τον ηλεκτρισμό όσο και για το φυσικό αέριο, πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία, μηχανισμούς αγοράς και διεθνοποίηση στην περιφερειακή αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
• Οι οδικές μεταφορές πρέπει σταδιακά να εξηλεκτρισθούν παράλληλα με τον μηδενισμό των εκπομπών από την ηλεκτροπαραγωγή. Θα πρέπει να αναπτυχθεί το κατάλληλο δίκτυο επαναφόρτισης με έξυπνους μετρητές και κίνητρα ώστε η επαναφόρτιση να γίνεται σε ώρες χαμηλού φορτίου συστήματος.
• Τα βιοκαύσιμα θα πρέπει να αυξήσουν σημαντικά το μερίδιό τους σε όλους τους τομείς των μεταφορών όπου δεν θα μπορεί να εφαρμοσθεί ο εξηλεκτρισμός.
• Τα μέσα μαζικής μεταφοράς θα πρέπει να αναλαμβάνουν το μεταφορικό έργο σε μεγάλες αποστάσεις, αντί των οδικών μεταφορών, και με διαφορετική μορφή να ενισχυθεί ο ρόλος τους στις πόλεις.
Προτάσεις Πολιτικής
Η μελέτη περιλαμβάνει κατάλογο μέτρων που πρέπει να θεσπιστούν ανά τομέα για να γίνει εφικτή η μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών. Επιπλέον, επισημαίνονται οι παρακάτω τομείς για τους οποίους εκτιμάται ότι η τρέχουσα πολιτική υστερεί:
• Προσέλκυση επενδύσεων και από ιδιωτικά κεφάλαια για τα νέα δίκτυα και τις διασυνδέσεις, δεδομένου του μεγάλου ύψους των επενδύσεων που απαιτούνται εντός της επόμενης πενταετίας και της δυσκολίας δανεισμού στο πλαίσιο της παρούσης δυσμενούς χρηματοοικονομικής συγκυρίας.
• Θέσπιση κινήτρων και εφαρμογή διαδικασιών για έργα ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας, ιδίως για τα επίγεια και θαλάσσια αιολικά.
• Εφαρμογή ολοκληρωμένης πολιτικής για την αξιοποίηση της βιομάζας και των αποβλήτων για ενεργειακούς σκοπούς, όπως επίσης και για τα βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς, με δράσεις και στον τομέα των ενεργειακών γεωργικών καλλιεργειών.
• Θέσπιση κινήτρων και υιοθέτηση κανονισμών για συστήματα άντλησης και αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.
• Μεγαλύτερα κίνητρα για συμπαραγωγή και διανομή θερμότητας από καθαρές μορφές ενέργειας.
• Προτεραιότητα σε φωτοβολταϊκά στα κτήρια και οικίες, παρά σε μεγάλα έργα φωτοβολταϊκών κατά την παρούσα φάση, λόγω κόστους αλλά και σύγκρουσης με άλλες χρήσεις γης.
• Επεξεργασία νέας μορφής οργάνωσης της ημερήσιας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία θα δίδει κίνητρα για ευέλικτες θερμικές μονάδες και μονάδες εφεδρείας και θα διασφαλίζει κοστοστρεφή τιμολόγηση της προμήθειας ενέργειας.
• Θέσπιση πιο εκτεταμένης πολιτικής κινήτρων για την εξοικονόμηση ενέργειας και την αποδοτική χρήση της ενέργειας, με έμφαση στις επιχειρήσεις παροχής ενεργειακών υπηρεσιών και την εφαρμογή υποχρέωσης εξοικονόμησης ενέργειας σε προμηθευτές ενέργειας μέσω μηχανισμού λευκών πιστοποιητικών.
• Υιοθέτηση δέσμης μέτρων για τον τομέα των μεταφορών, στα οποία θα περιλαμβάνονται τα βιοκαύσιμα, τα δίκτυα επαναφόρτισης συσσωρευτών οχημάτων, η θέσπιση κινήτρων για ηλεκτροκίνηση στις πόλεις, θέσπιση κινήτρων και προδιαγραφών για τα οχήματα μεταφοράς εμπορευμάτων στις πόλεις, και η ενίσχυση των μαζικών μέσων μεταφοράς.
Οι ενεργειακές επιλογές που απαρτίζουν τα σενάρια που εξετάστηκαν στη μελέτη έχουν σημαντικές επιδράσεις στην οικονομία. Κάθε επιλογή στην κατεύθυνση της δραστικής μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου συνοδεύεται από σημαντικό επιπρόσθετο κόστος, το οποίο κινείται κατά μέσο όρο στην περιοχή του +3% του ΑΕΠ, σε σχέση με το σενάριο καμίας πολιτικής, για τα επόμενα 40 χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάληψη αυτού του κόστους είναι αναγκαία, λαμβάνοντας υπόψη τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, τις οποίες αυτά τα μέτρα επιχειρούν να μετριάσουν. Αυτό το επιπλέον κόστος, όπως αντανακλάται στην αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, θα επηρεάσει αρνητικά τους κλάδους της Ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα τους ενεργοβόρους, και θα αυξήσει τον κίνδυνο ενεργειακής φτώχειας στα νοικοκυριά, κάνοντας ιδιαίτερα επιτακτική την ανάγκη μετριασμού αυτών των δυσμενών επιδράσεων. Ωστόσο, κατά βάση αφορά σε νέες επενδύσεις, οι οποίες θα αντισταθμίσουν, τουλάχιστον μερικώς, την αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση από το αυξημένο κόστος ενέργειας.
Το επιπλέον κόστος των ενεργειακών υπηρεσιών αντιστοιχεί σε δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες που σε σημαντικό ποσοστό θα παράγονται εγχωρίως και έτσι θα αποτελέσουν παράγοντα ανάπτυξης της εγχώριας δραστηριότητας και απασχόλησης. Όμως δεν θα έχουν όλες οι κοινωνικές ομάδες τη δυνατότητα πληρωμών για κεφαλαιουχικές δαπάνες και για ακριβότερη ενέργεια. Είναι επομένως αναγκαίο να εφαρμοσθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μηχανισμοί καθολικής υπηρεσίας, παροχής κοινωνικών υπηρεσιών και θέσπισης διαφοροποιημένων κινήτρων κατά εισοδηματική ή κοινωνική κατηγορία.
Τα βασικά σημεία της μελέτης θα παρουσιαστούν σε ειδική εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί στις 14 Ιουλίου.