Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν το 99,9% των επιχειρήσεων της Ελλάδας, χρειάζονται άμεσα «οξυγόνο», προκειμένου να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να στηρίξουν την αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας, σημειώνουν σε δηλώσεις τους στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας Κωνσταντίνος Μίχαλος, ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κορκίδης, ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας Γιώργος Καββαθάς, ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Κωνσταντίνος Κόλλιας.
Όπως σημειώνουν οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, η ανάπτυξη θα πρέπει να συνοδεύεται από οικονομική Δημοκρατία, ώστε μεγάλο μέρισμά της να το πιστωθούν οι μικρομεσαίες, μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, προκειμένου σταδιακά να «ξανακερδίσουν το χαμένο έδαφος».
Σε κάθε περίπτωση μια πιο ξεκάθαρή εικόνα για τις προθέσεις που υπάρχουν, όπως τονίζουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, θα φανεί το επόμενο χρονικό διάστημα και κυρίως από το 2019 και μετά όπου θα διαφανούν και οι δυνατότητες μας στη μετά τα μνημόνια εποχή.
Κωνσταντίνος Μίχαλος
Μετά από οκτώ και πλέον χρόνια, η Ελλάδα βγαίνει επισήμως από το καθεστώς των μνημονίων, έχοντας επιπλέον πετύχει μια ρύθμιση του χρέους της, η οποία της δίνει περιθώριο δέκα περίπου ετών, για να κερδίσει τη μάχη της ανάπτυξης και να το καταστήσει μακροπρόθεσμα βιώσιμο, δήλωσε στο ΑΠΕ –ΜΠΕ ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας Κωνσταντίνος Μίχαλος. Ο στόχος αυτός, ωστόσο, παραμένει δύσκολος, όπως προσέθεσε, κι αυτό γιατί η ρύθμιση του χρέους συνοδεύεται από την υποχρέωση για υψηλά πλεονάσματα στα επόμενα χρόνια, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες για τολμηρές μειώσεις στη φορολογία και υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις.
«Η κατάσταση, επομένως, δεν δικαιολογεί ούτε καταστροφολογίες, αλλά ούτε και άσκοπους πανηγυρισμούς» σημειώνει ο κ. Μίχαλος που υπογραμμίζει ο στόχος της αναπτυξιακής κατεύθυνσης περνάει μέσα από την εφαρμογή γενναίων πολιτικών και μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση του επενδυτικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος. «Κι ακόμα, περνάει από δραστικότερες λύσεις για την πλήρη αποκατάσταση της χρηματοδότησης, μεταρρυθμίσεις για την αναβάθμιση του διοικητικού και θεσμικού περιβάλλοντος, εφαρμογή σταθερής βιομηχανικής τουριστικής και ενεργειακής πολιτικής με ενίσχυση δυναμικών κλάδων με κίνητρα για επένδυση στην καινοτομία στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, με αξιοποίηση ευέλικτων χρηματοδοτικών εργαλείων, στενότερη διασύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τον κόσμο της αγοράς, αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ταχύτερη υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων σε τομείς κλειδιά για την ανάπτυξη, καθώς και γενναία αναθεώρηση της φορολογικής πολιτικής με χαμηλότερους και σταθερούς φορολογικούς συντελεστές και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών».
Υπενθυμίζει ότι η μελέτη που δημοσίευσε πρόσφατα ο ΟΟΣΑ για τις συνθήκες χρηματοδότησης των ΜμΕ σε 43 χώρες, καταδεικνύει τις δυσκολίες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρά τη σταθεροποίηση της οικονομίας και προσθέτει ότι η κατάσταση επιβαρύνεται επιπλέον και από το γεγονός ότι, σε αντίθεση σε ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς εναλλακτικοί τρόποι χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, όπως είναι τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών.
«Η αξιοποίηση πόρων του ΕΣΠΑ σε προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας, η προσαρμογή των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ε.Ε., η ανάπτυξη εναλλακτικών θεσμών χρηματοδότησης με συγκεκριμένα κίνητρα για τις μικρές και μεσαίες επενδύσεις, καθώς και η εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων χρηματοδότησης για νεοφυείς, καινοτόμες και εξαγωγικές επιχειρήσεις, είναι μέτρα που έχουν τεθεί σε προτεραιότητα αλλά η χρηματοδότηση δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που απαιτεί προσοχή», σημειώνει ο κ. Μίχαλος. Ο ίδιος θεωρεί θεμελιώδους σημασίας προϋπόθεση για την ενίσχυση της ανάπτυξης, τη μείωση της φορολογίας -η οποία θα υποστηριχθεί από τη συγκράτηση μη παραγωγικών δαπανών του δημοσίου και τη βελτίωση της εισπραξιμότητας φόρων και εισφορών- και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών προκειμένου να ευνοηθεί η άνοδος της καταγεγραμμένης απασχόλησης και η μείωση της ανεργίας. Παράλληλα, προσθέτει, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας θα πρέπει να διατηρηθούν, ενώ το ύψος του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνδεθεί με τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Βασίλης Κορκίδης
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κορκίδης υπογραμμίζει: «Από τη πλευρά των μικρομεσαίων της αγοράς επιτρέψτε μου να διαφωνήσω με τις “μνημονιακές” συστάσεις του ΔΝΤ και τις προθέσεις των εταίρων μας για τη τετραετή “μεταμνημονιακή” περίοδο στην Ελλάδα, η οποία όπως φαίνεται θα αποδειχθεί εξίσου δύσκολη με τη οκταετή περίοδο των τριών μνημονίων».
Ο ίδιος σημειώνει ότι η Eurostat σε επίπεδο κατώτατου μισθού εμφανίζει την Ελλάδα στην δεύτερη ζώνη των χωρών της ΕΕ μαζί με τη Πορτογαλία (667 ευρώ), τη Μάλτα (748 ευρώ), τη Σλοβενία (843 ευρώ) και την Ισπανία (859 ευρώ) υπολογίζοντας τον κατώτατο μισθό στη χώρα μας στα 683,76 ευρώ, αφού διαιρεί το ετήσιο εισόδημα σε 12 μήνες και όχι τον μισθό των 586 ευρώ σε 14 μήνες, λόγω δώρων και επιδόματος αδείας. Πληροφοριακά, συνεχίζει ο πρόεδρος, ο “υψηλότερος” κατώτατος μισθός στην ΕΕ είναι σήμερα 1.999 ευρώ, όταν ο μέσος μισθός στην Ελλάδα το 2017 στον ιδιωτικό τομέα υπολογίζεται στα 929 ευρώ και στο Δημόσιο 1.050 ευρώ. Σύμφωνα μάλιστα με τα πρόσφατα στοιχεία του ΙΚΑ/ΕΦΚΑ οι μεταβολές στη μισθολογική πυραμίδα δεν είναι μόνο χειρότερες από το 2009, αλλά και από το 2014, αφού το διάστημα της τελευταίας τριετίας τριπλασιάστηκαν οι χαμηλόμισθοι.
Όπως υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κορκίδης, οι καλά αμειβόμενες δουλειές που χάνονται, αναπληρώνονται με θέσεις χαμηλών αποδοχών που κυμαίνονται από 600-800 ευρώ μεικτά. Οι ασφαλισμένοι που αμείβονται έως 600 ευρώ σήμερα είναι 673.000 που αντιστοιχεί στο 34% του συνόλου των 1.980.460 εργαζομένων στην Ελλάδα, όταν το 2014 ήταν 31% (530.000 εργαζόμενοι) και το 2009 μόλις 14% με 239.000 εργαζόμενους. Δυστυχώς, όπως αναφέρει ο ίδιος, η αύξηση αυτή καταγράφεται για όσους επιβιώνουν με μισθό κάτω από τα όρια της φτώχειας και μηνιαίες αποδοχές 300 ευρώ. Τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα κυμάνθηκε στα 884 από τα 1.054 ευρώ το 2008, καταγράφοντας πτώση κατά 16,1%, δηλαδή κατά 170 ευρώ. Αντίστοιχα στον δημόσιο τομέα, η μείωση είναι πιο μεγάλη φτάνοντας το 25,8%, με τον μέσο μισθό το 2016 να κυμάνθηκε στα 1.077 ευρώ, από 1.451 που ήταν το 2008.
«Αποτέλεσμα της βίαιης μείωσης των εισοδημάτων ήταν η μεσαία τάξη στη χώρα μας να έχει σήμερα συρρικνωθεί κάτω από το 20% του πληθυσμού μας, όταν το 2008 και φυσικά προ κρίσης, ξεπερνούσε το 52%» επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, προσθέτοντας ότι «το ΔΝΤ και οι εταίροι φαίνεται να παραβλέπουν ότι το 36% των Ελλήνων ζει στα όρια της φτώχειας όταν ο μ.ο. στην Ευρωζώνη είναι 23%», και τονίζει. «Ξεχνούν πως παρά τις περίφημες εργασιακές μεταρρυθμίσεις η Ελλάδα είναι ουραγός στην απασχόληση με την ανεργία, στο 21% έναντι του μ.ο. 9% στην ευρωζώνη. Την ανεργία των νέων στο 44% έναντι 19% στην ευρωζώνη και τους μακροχρόνια ανέργους στο 71% έναντι του 48% στην ΕΕ, που φέτος έφτασε μάλιστα σε ιστορικά υψηλή απασχόληση, με ρεκόρ 238 εκατ. ατόμων και στο 71%, ενώ η απασχόληση στην Ελλάδα κυμαίνεται στο 58% του πληθυσμού της».
Το χάσμα της ΕΕ, σημειώνει ο ίδιος, ως προς την αύξηση των εισοδημάτων και τη βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης των πολιτών συγκριτικά με την Ελλάδα -όπου η απώλεια εισοδήματος που έχει επέλθει είναι κατά μ.ο. -32%, δεν φαίνεται να συγκινεί κανένα.
Ο κ. Κορκίδης υπογραμμίζει ακόμη: «Το αδιέξοδο αυτό στο οποίο βρίσκεται η τέως ελληνική μεσαία τάξη κατατάσσει τους Έλληνες μακράν ως τους πρώτους στην ευρωπαϊκή κλίμακα απαισιοδοξίας και όλα τα στοιχεία διαμορφώνουν ένα καταναλωτικό κλίμα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ερχόμαστε στη Made in Greece φορολογία φυσικών και νομικών προσώπων που δείχνει ότι το 20% των φορολογουμένων στην Ελλάδα, το ποσοστό που ακόμα αποτελεί τη μεσαία τάξη, καλείται να πληρώσει το 80% των φόρων. Δεν γίνεται πλέον η μεσαία τάξη και οι μικρομεσαίοι να αντέξουμε όλο αυτό το βάρος των τριών φόρων των 15 δισ. ευρώ που είναι ως γνωστόν ο φόρος εισοδήματος, ο φόρος νομικών προσώπων και ο ΕΝΦΙΑ. Από αυτά, 8 δισ. ευρώ πληρώνουν 1,7 εκατ. φυσικά πρόσωπα, 11.500 επιχειρήσεις τα 4 δισ. και τα υπόλοιπα 3 δισ. ευρώ οι ιδιοκτήτες ακινήτων. Αναλυτικότερα το 19% των φυσικών προσώπων πληρώνει το 90% του φόρου εισοδήματος, το 4,5% των επιχειρήσεων το 83% του φόρου νομικών προσώπων και το 33% των ιδιοκτητών ακινήτων το 66% του ΕΝΦΙΑ. Τέλος το 80% των ελληνικών επιχειρήσεων έχουν είτε ζημιές, είτε οριακά κέρδη.
Στη πραγματική οικονομία, όταν η προστιθέμενη αξία που παράγει ο εγχώριος ιδιωτικός τομέας κατακρημνίσθηκε κατά 38% μεταξύ 2008 και 2017 έναντι αύξησης 19% στην ΕΕ και ο συνολικός τζίρος των εμπορικών επιχειρήσεων από τα 54 δισ. ευρώ έχει πέσει στα 35 δισ. ευρώ, τότε οι 52 Κυριακές του ΟΟΣΑ με ανοικτά μαγαζιά τους “μαράνανε”! Όταν τα ακίνητα έχουν απώλεια της εμπορικής αξίας τους -45% και ο μεγαλύτερος κληρονόμος είναι το ελληνικό δημόσιο, αφού το 2017 οι αποποιήσεις κληρονομιάς ξεπέρασαν τις 135.000, τότε χάνονται οι περιουσίες που η μεσαία τάξη δημιούργησε. Όταν τα νοικοκυριά ξόδεψαν 8,3 δισ. ευρώ από τις καταθέσεις τους για να αγοράσουν βασικά αγαθά διαβίωσης και για να πληρώσουν 9 δισ. φόρους παραπάνω από το ετήσιο εισόδημα τους, τότε τρώμε από τα έτοιμα.
Όταν δουλεύουμε 6,5 μήνες το χρόνο για να πληρώσουμε τη φορολογία μας, τότε το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αφενός η “μεταμνημονιακή” περίοδος δεν δίνει λύσεις στα διαχρονικά προβλήματα μας και αφετέρου ότι δεν συμφωνώ με τις περισσότερες “μνημονιακές” συστάσεις των εταίρων μας που δεν ανακουφίζουν τη δύσκολη καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας και της αγοράς. Όσο για τις δηλώσεις Μέρκελ ότι οι συνέπειες του προγράμματος δεν τελειώνουν τον άλλο μήνα, θα πρόσθετα ούτε και τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αφού ακόμα και η στασιμότητα είναι απειλή για την ελληνική οικονομία. Πιστεύω ότι είναι πολύ πρόωρο να εφησυχάσει κανείς από εμάς, τους μικρομεσαίους της αγοράς και θα είναι τραγικό λάθος να συμπεράνουμε ότι τα δύσκολα πέρασαν, αφού η πραγματική οικονομία έχει μεν δείξει σημάδια βελτίωσης σε κάποιους κλάδους της αγοράς, αλλά σίγουρα είναι ακόμα πολύ ευάλωτη σε εσωτερικούς και εξωτερικούς, σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς κινδύνους».
Γιάννης Χατζηθεοδοσίου
«Ανάκαμψη της μεσαίας τάξης σημαίνει και ανάκαμψη της οικονομίας μας» σημειώνει σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.
«H χώρα τυπικά βγαίνει από τα μνημόνια κι αυτό και μόνο ως γεγονός μας οπλίζει όλους με αισιοδοξία και διάθεση προσμονής για ένα καλύτερο μέλλον. Βέβαια η περιπέτεια δεν σταματά εδώ καθώς θα συνεχιστεί η επιτροπεία από τους δανειστές, όμως φαίνεται ότι είναι η αρχή του τέλους για την κρίση που «σημάδεψε» για τα καλά την οικονομία, την κοινωνία, τις ζωές μας. Επειδή ακριβώς βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο, οφείλουμε να είμαστε περισσότερο προνοητικοί, σαφώς πιο οργανωμένοι και κυρίως να διδαχθούμε από τα λάθη που έγιναν και μας οδήγησαν σε αυτό το σημείο» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Χατζηθεοδοσίου και εξηγεί:
«Μία από τις βασικότερες συνέπειες του “ελληνικού δράματος” ήταν η συνεχής πίεση της μεσαίας τάξης, σε τέτοιο επίπεδο που ουσιαστικά εξαφανίστηκε. Είναι κάτι που έχουν παραδεχθεί και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη. Μικρομεσαίοι, μισθωτοί, συνταξιούχοι, είδαν τις αποδοχές τους να μειώνονται και το βιοτικό τους επίπεδο να καταρρέει. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε όλοι. “Λουκέτα” επιχειρήσεων, ανεργία, αδυναμία καταβολής φορολογικών και λοιπών υποχρεώσεων. Οπότε το λιγότερο που περιμένει κανείς στη μεταμνημονιακή εποχή που ξεκινά, είναι η στήριξη της μεσαίας τάξης, κάτι εξαιρετικά σημαντικό όχι μόνο για την αποκατάσταση των αδικιών αλλά και για τον κομβικό ρόλο που παίζει στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Μία ευημερούσα μεσαία τάξη διασφαλίζει την ισορροπία και αποτρέπει τις εντάσεις που προέρχονται εξαιτίας των μεγάλων κοινωνικών αποκλίσεων. Αξιολογώντας τις κυβερνητικές εξαγγελίες για την πολιτική που θα εφαρμοστεί μετά την έξοδο από τα μνημόνια, διακρίνω την πρόθεση για την αποκατάσταση των αδικιών που έχουν συντελεστεί όλα αυτά τα χρόνια, άρα και την ενδυνάμωση της μεσαίας τάξης. Το ζητούμενο είναι να μην μείνουμε στις προθέσεις και να περάσουμε στα έργα. Για παράδειγμα ακούμε ότι έρχονται φοροελαφρύνσεις, όμως αν δεν τις δούμε να εφαρμόζονται δεν μπορούμε να πούμε πολλά πράγματα».
Μιλώντας για την «επόμενη μέρα», ο πρόεδρος του ΕΕΑ εκτιμά ότι πρέπει να εστιάσουμε σε τρεις βασικούς άξονες:
– Στην επίλυση των δομικών προβλημάτων της οικονομίας μας
– Στην εκπόνηση και εφαρμογή ενός αναπτυξιακού σχεδιασμού, καθώς σήμερα υπάρχουν γενικόλογες αναφορές
– Στην συναίνεση και συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας
«Για το πρώτο σκέλος είναι απαραίτητη η άμεση αντιμετώπιση των παθογενειών που εμπόδισαν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Το μεγαλύτερο βάρος -για προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες- δόθηκε στη γιγάντωση του Δημοσίου. Ακόμα και σήμερα παραμένει πολυέξοδο, εγκλωβισμένο σε παρωχημένες νοοτροπίες και απόλυτα συνυφασμένο με το τέρας της γραφειοκρατίας. Αντίθετα, αγνοήθηκε η σημαντικότητα της επιχειρηματικότητας, κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει αν θέλουμε να κοιτάξουμε μπροστά. Επίσης δεν καταπολεμήθηκαν φαινόμενα όπως η φοροδιαφυγή, με αποτέλεσμα να βρίσκονται συνεχώς στο στόχαστρο οι ίδιοι και οι ίδιοι, κυρίως οι μικρομεσαίοι, ενώ αυτή η ανοχή προκαλούσε και συνεχίζει να προκαλεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού στην αγορά, προς όφελος μόνο των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων και των πολυεθνικών.
Για το δεύτερο σκέλος οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητες μας σχετικά με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Με αιχμή του δόρατος τις ελληνικές επιχειρήσεις, κυρίως τις μικρομεσαίες αλλά και τα συνεργατικά δίκτυα που εμείς στο ΕΕΑ προωθούμε και στηρίζουμε, πρέπει να εστιάσουμε στην ενίσχυση τομέων που μπορούν να “κάνουν τη διαφορά”. Τουρισμός, πρωτογενής παραγωγή, καινοτομία, είναι οι τομείς που υπό προϋποθέσεις μπορούν να καταστήσουν την οικονομία μας περισσότερο ανταγωνιστική. Ταυτόχρονα οφείλουμε να στηρίξουμε την εξωστρέφεια αλλά και να υιοθετήσουμε πολιτικές που θα έχουν ως στόχο την προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων. Χρειάζεται κίνητρα ο επενδυτής για να στρέψει το ενδιαφέρον του στην Ελλάδα. Ένα σταθερό φορολογικό πλαίσιο με σαφώς μειωμένους συντελεστές, λογικές ασφαλιστικές εισφορές, ξεκάθαρους κανόνες και ταχύτερες διαδικασίες για την υλοποίηση των επενδυτικών πλάνων» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Χατζηθεοδοσίου.
Συνεχίζοντας ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας καταθέτει μία ακόμη πρόταση στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου, αυτή της πολιτικής της επιβράβευσης. «Γιατί να μην υπάρξει μία σοβαρή μείωση ασφαλιστικών εισφορών για τις επιχειρήσεις εκείνες που εν μέσω κρίσης όχι μόνο δεν μείωσαν αλλά αύξησαν τις θέσεις εργασίας; Δεν είναι ουσιαστικό κίνητρο για την στήριξη της απασχόλησης; Το ΕΕΑ θα καταθέσει σύντομα ολοκληρωμένη πρόταση προς αυτή την κατεύθυνση. Ας ανοίξουμε λίγο τους ορίζοντες μας και ας τολμήσουμε. Όπως πρέπει να τολμήσουμε και στην υλοποίηση μίας άλλης πρότασης του ΕΕΑ, της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους που είναι πραγματικά δυσβάσταχτο», αναφέρει χαρακτηριστικά και καταλήγει: «Αν ενισχυθεί το εισόδημα του Έλληνα, θα κυκλοφορήσει το χρήμα στην αγορά, θα αυξηθούν οι τζίροι των επιχειρήσεων και κατ΄ επέκταση τα έσοδα του κράτους.
Για το θέμα της πολιτικής συναίνεσης θα επισημάνω ότι για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της η οποιαδήποτε οικονομία, απαιτείται ήρεμο πολιτικό κλίμα. Ειδικά για τη χώρα μας, είναι περισσότερο από αναγκαία η ευρύτερη συνεργασία πολιτικών δυνάμεων, φορέων, κοινωνικών εταίρων, πολιτών. Όσο υπάρχει ένταση για μικροπολιτικά συμφέροντα και οφίτσια, τόσο απομακρύνεται η πιθανότητα ανάκαμψης. Για μας στο ΕΕΑ δεν έχουν προτεραιότητα τα κόμματα, αλλά ο επαγγελματίας, ο μικρομεσαίος, ο πολίτης. Δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει ποιος είναι στην εξουσία, αλλά αν κάνει σωστά τη δουλειά που του ανέθεσε ο ελληνικός λαός. Και η δουλειά αυτή είναι η προάσπιση των δικαιωμάτων του και η δημιουργία συνθηκών ευημερίας και προόδου».
Γιώργος Καββαθάς
«Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει ένας ενιαίος και κοινά αποδεκτός ορισμός για την μεσαία τάξη. Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ένας κύριος προσδιοριστικός παράγοντας της μεσαίας τάξης είναι το ύψος του εισοδήματος. Το δεύτερο που μπορούμε να συμφωνήσουμε είναι ότι η μεσαία τάξη αποτελεί την ραχοκοκαλιά της οικονομικής και κοινωνικής ζωής και τον κρίσιμο παράγοντα διατήρησης της κοινωνικής συνοχής» σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας Γιώργος Καββαθάς και προσθέτει:
«Όπως είναι γνωστό κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%, οι επιχειρήσεις μειώθηκαν κατά αντίστοιχο ποσοστό, ενώ η ανεργία εκτινάχθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα. Παράλληλα κατά το ίδιο διάστημα η φορολογία και λοιπές επιβαρύνσεις αυξήθηκαν σημαντικά. Κατά συνέπεια επόμενο ήταν αυτή η εξαιρετικά δυσμενής κατάσταση να επηρεάσει και την λεγόμενη μεσαία τάξη. Εάν θεωρήσουμε με βάση το κριτήριο που έχουμε θέσει πως το ύψος του εισοδήματος που προσδιορίζει το κατώφλι για την μεσαία τάξη είναι τα 18.000 ευρώ ανά φυσικό πρόσωπο τότε διαπιστώνεται ότι η μεσαία τάξη τα τελευταία χρόνια έχει συρρικνωθεί δραματικά. Από το σύνολο των φυσικών προσώπων που υπέβαλαν φορολογική δήλωση το 2017, ετήσιο καθαρό εισόδημα άνω των 18.000 ευρώ εμφάνισαν περίπου 450.000. Το 2010 ο αριθμός αυτός ήταν διπλάσιος. Παράλληλα και σύμφωνα με τις έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες των νοικοκυριών, διαπιστώνεται ότι η κύρια πηγή εισοδήματος για τα μισά περίπου νοικοκυριά είναι η σύνταξη. Ένα επιπλέον στοιχείο είναι ότι το 60% περίπου των νοικοκυριών χρειάζονται να κάνουν περικοπές για καλύψουν τα αναγκαία. Αυτά τα στοιχεία μας φανερώνουν ότι η μεσαία τάξη και συρρικνώθηκε και έγινε φτωχότερη.
Η κυβέρνηση έχει εκπονήσει το λεγόμενο ολιστικό αναπτυξιακό σχέδιο για την περαιτέρω μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας και προφανώς την ενίσχυση της μεσαίας τάξης. Ωστόσο το σχέδιο αυτό παρόλα τα θετικά του στοιχεία απαιτεί περαιτέρω διαβούλευση σε επιμέρους πολιτικές. Στα θετικά μπορούμε επίσης να καταγράψουμε και την πρόθεση για μείωση της φορολογίας, που θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην προσπάθεια ενίσχυσης και διεύρυνσης της μεσαίας τάξης. Ωστόσο οι αναμενόμενη μείωση των συντάξεων, καθώς και η μείωση του αφορολόγητου ορίου πιθανόν να εξουδετερώσουν τις όποιες προσπάθειες γίνουν. Σε κάθε περίπτωση μια πιο ξεκάθαρή εικόνα για τις προθέσεις που υπάρχουν θα φανεί το επόμενο χρονικό διάστημα και κυρίως από το 2019 και μετά όπου θα διαφανούν και οι δυνατότητες μας στη μετά τα μνημόνια εποχή».
Κωνσταντίνος Κόλλιας
Αν υπάρχει μία τάξη, η οποία έχει σηκώσει -και εξακολουθεί να σηκώνει- τα μεγαλύτερα βάρη καθόλη την οκταετία των μνημονίων, αυτή είναι η μεσαία, υπογραμμίζει σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Κωνσταντίνος Κόλλιας.
«Οι αυξήσεις της φορολογίας -άμεσης και έμμεσης -, οι μειώσεις των μισθών -σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα-, αλλά και των συντάξεων, οι αυξήσεις των συντελεστών στις ασφαλιστικές εισφορές, έπληξαν σημαντικά τη συγκεκριμένη τάξη και ειδικότερα τους ειλικρινείς φορολογούμενους, οι οποίοι και πληρώνουν πάντα το μάρμαρο», όπως αναφέρει ο κ. Κόλλιας, με αποτέλεσμα «την κατακόρυφη πτώση της κατανάλωσης, η οποία αποτυπώνεται ακόμα και σήμερα και σε είδη πρώτης ανάγκης, με ανελαστική ζήτηση, και – κατ΄ επέκταση – και σε άλλα προϊόντα και υπηρεσίες» και ως εκ τούτου τους «μειωμένους τζίρους για τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, που οδηγούν σε διαρκείς προσφορές, δηλαδή σε διαρκή μείωση του περιθωρίου κέρδους».
«Η μεσαία τάξη, λοιπόν, εξακολουθεί να πλήττεται από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και είναι άμεση η ανάγκη να τις επιτρέψουμε να ανασάνει. Πώς; Με μειώσεις φορολογικών συντελεστών και συντελεστών ασφαλιστικών εισφορών, με κίνητρα για δήλωση και όχι απόκρυψη εισοδημάτων. Και με δημιουργία του κατάλληλου πλαισίου για επενδύσεις. Ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, να βρουν δουλειά όσοι αγωνίζονται και αδυνατούν, να επιστρέψει μέρους του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, που έχει φύγει στο εξωτερικό, και να αρχίσει ξανά να κυκλοφορεί χρήμα στην αγορά» αναφέρει ότι ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου, επισημαίνοντας ότι αυτόν δεν μπορεί να γίνει από τη μία μέρα στην άλλη. «Οι πληγές είναι τόσο βαθιές, η οικονομική ζημιά στα μεσαία νοικοκυριά είναι τόσο μεγάλη, ώστε απαιτείται χρόνος για να γυρίσει η κατάσταση, η οποία αφορά στο σύνολο της οικονομίας, δεδομένου ότι -αν βελτιωθεί η εικόνα στη μεσαία τάξη- αλλάζει και η εικόνα της αγοράς και της οικονομίας συνολικά», σημειώνει και καταλήγοντας τονίζει:
«Προσοχή! Μακριά από μένα οι λογικές των άκριτων παροχών και του “Δώστα όλα”.
Όλα πρέπει να γίνουν με βάση τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας και οι ελαφρύνσεις πρέπει να κινούνται σε τέτοια κατεύθυνση, ώστε να επιφέρουν το συντομότερο δυνατό όλα τα ζητούμενα αποτελέσματα, που προανέφερα».