Η Ελλάδα αφήνει σήμερα και επίσημα πίσω της τα προγράμματα διάσωσης. Πώς εξελίχθηκε η ελληνική οικονομία τα τελευταία οκτώ χρόνια; Επετεύχθησαν οι δημοσιονομικοί στόχοι; Απαντήσεις βάσει στατιστικών στοιχείων.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, το ελληνικό χρέος είναι διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι οικονομικές επιδόσεις έχουν μειωθεί από την αρχή της κρίσης κατά 30% ενώ ένας στους πέντε είναι σήμερα άνεργος. Μια πρώτη ματιά στα στατιστικά στοιχεία δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Παραδοσιακά ο τομέας παροχής υπηρεσιών συνεισφέρει το μεγαλύτερο ποσοστό στο ΑΕΠ της Ελλάδας ενώ ακολουθούν η βιομηχανία και η γεωργία. Εντούτοις η χώρα χρειάζεται επειγόντως νέες πηγές εσόδων για να μην διολισθήσει και πάλι σε ύφεση μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος στήριξης και την έξοδο από τα μνημόνια. Γι΄ αυτό και ελπίζει στην ενίσχυση των εξαγωγών. Παρά την οικονομικά δύσκολη συγκυρία, μεταξύ 2010 και 2017 οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 35,5%, προκαλώντας ανακούφιση σε Αθήνα και Βρυξέλλες.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η ανάπτυξη αυτή είναι βιώσιμη και αρκετά ισχυρή ώστε η χώρα να μπορέσει να σταθεί και πάλι στα πόδια της. Προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, η DW αξιολόγησε τα οικονομικά δεδομένα της περιόδου 2010-2018. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης καταδεικνύουν σημαντικές δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης αλλά με τρεις τουλάχιστον αστερίσκους.
1. Τα εργατικά κόστη μειώθηκαν
Όταν ξέσπασε η κρίση, το 2010, τα εργατικά κόστη βρίσκονταν σε υψηλό 10ετίας. Στη συνέχεια υποχώρησαν σημαντικά. «Η δημοσιονομική και πολιτική αναδιάρθρωση στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος σταθερότητας επέφερε μείωση του εργατικού κόστους», εξηγεί ο Γιώργος Παγουλάτος, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Φυσικά και συνιστά πλεονέκτημα για τους έλληνες εξαγωγείς όταν πληρώνουν λιγότερα για καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό. Ωστόσο υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος: τα εργατικά κόστη περιλαμβάνουν τόσο το μισθολογικό κόστος όσο και τους φόρους και τις εισφορές. Κατά τη διάρκεια της κρίσης οι μισθοί μειώθηκαν περισσότερο απ΄ ότι το εργατικό κόστος συνολικά.
«Ωστόσο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προέκυψε από τη μείωση των μισθών εξανεμίστηκε εν μέρει από την αύξηση του κόστους για φόρους, εισφορές ασφαλιστικών ταμείων, ενέργεια και δάνεια», επισημαίνει ο κ. Παγουλάτος. Χιλιάδες επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να βάλουν λουκέτο ή να μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων και αντιπροσωπειών τους σε χώρες με χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση. Αυτό αποδυνάμωσε περαιτέρω την οικονομία.
«Το ζητούμενο τώρα είναι η ενίσχυση της παραγωγικότητας προκειμένου να αυξηθούν και πάλι και οι μισθοί», εξηγεί ο καθηγητής. Διότι με χαμηλή παραγωγικότητα οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να αντέξουν στο διεθνή ανταγωνισμό.
2. Μονοδιάστατες οι εξαγωγές
Ο δεύτερος αστερίσκος σχετίζεται με το περιορισμένο εύρος των εξαγωγών. Από τη σύγκριση των διαφόρων κλάδων προκύπτει ένας ξεκάθαρος νικητής: τη μερίδα του λέοντος των ελληνικών εξαγωγών κατέχουν όχι το ελαιόλαδο ή η φέτα, αλλά προϊόντα διύλισης πετρελαίου και άλλα ορυκτά καύσιμα, τα οποία μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου 2018 αντιστοιχούσαν στο ένα τρίτο των ελληνικών εξαγωγών.
Ειδικοί, όπως η Χριστίνα Σακελλαρίδη, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων, αντιμετωπίζουν τις εξαγωγές πετρελαιοειδών με κριτική διάθεση. «Η τιμή του πετρελαίου έχει διακυμάνσεις και δεν μπορούμε να την επηρεάσουμε. Όταν έχει μεγάλη αύξηση, αυτό επηρεάζει τα κόστη της εγχώριας παραγωγής στην Ελλάδα και κατά συνέπεια την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές».
Η Ελλάδα θα έπρεπε λοιπόν να καταστήσει τις εξαγωγές της πιο πλούσιες και πολύπλευρες. «Το τελευταίο διάστημα διαπιστώνουμε μια αύξηση των εξαγωγών νέων τεχνολογιών και προϊόντων που προϋποθέτουν ειδικές τεχνικές γνώσεις και καινοτομίες», επισημαίνει η κυρία Σακελλαρίδη. «Για εμάς είναι μια ιδιαίτερα ενθαρρυντική εξέλιξη».
3. Η Ελλάδα δεν διαθέτει μεγάλες εξαγωγικές επιχειρήσεις
Η Ελλάδα είναι πράγματι ένας σημαντικός παρασκευαστής βιομηχανικών προϊόντων, υπογραμμίζει ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος του ΣΕΒ Κωνσταντίνος Μπίτσιος. Σύμφωνα με τον ίδιο, η χώρα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην ΕΕ. Ωστόσο επειδή διαθέτει πολύ μικρό αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων, η Ελλάδα δεν είναι σε θέση «να επιβληθεί στις διεθνείς αγορές».
Αυτό οδηγεί στον τρίτο αστερίσκο: για τους μικρομεσαίους οι εξαγωγές δεν είναι τόσο εύκολες όσο για τις μεγάλες επιχειρήσεις. «Στην Ελλάδα οι μικρές επιχειρήσεις έχουν τη μισή παραγωγικότητα του ευρωπαϊκού μέσου όρου», επισημαίνει ο κ. Μπίτσιος.
Σε αυτό προστίθενται και τα προβλήματα που άπτονται της χρηματοδότησης. Κατά τη διάρκεια της κρίσης τα δάνεια ήταν δυσεύρετα για τις επιχειρήσεις. Την ίδια ώρα είναι πολύ πιθανό οι τράπεζες να μην δουν ποτέ να τους επιστρέφεται μέρος των χρημάτων που δάνεισαν. Ο όγκος των λεγόμενων μη εξυπηρετούμενων ή κόκκινων δανείων έχει δεκαπλασιαστεί από τα 11 δις ευρώ το 2008 στα 110 δις ευρώ στο αποκορύφωμα της κρίσης. Σήμερα κυμαίνονται στα 94 δις ευρώ. Οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να μην είναι σε θέση να χρηματοδοτούν τις επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά δύσκολο για αυτές, κυρίως τις μικρομεσαίες, να ενισχύσουν και να διευρύνουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό.
Ο Κωνσταντίνος Μπίτσιος χαρακτηρίζει τα κόκκινα δάνεια «μόνιμη κληρονομιά της κρίσης» που μπορούν «να θάψουν κάθε αναπτυξιακή ευκαιρία».
Πολύ μεγάλη πρόκληση;
Πάντως, παρά την αύξηση που καταγράφεται, οι ελληνικές εξαγωγές συμβάλουν συγκριτικά ελάχιστα στο ΑΕΠ της χώρας.
Σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της σχετικής κατάταξης, πριν από την Μεγάλη Βρετανία και την Κύπρο, οι οποίες έχουν ειδικευτεί στις εξαγωγές υπηρεσιών και όχι αγαθών.
Η Ελλάδα έχει μια χρόνια εξάρτηση από εισαγόμενα προϊόντα. Γι΄ αυτό και πρέπει να δανείζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις χρηματαγορές προκειμένου να εξισορροπεί το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο. Ο τομέας παροχής υπηρεσιών και κυρίως ο τουρισμός και η ναυσιπλοΐα συμβάλουν σημαντικά στη μείωσή του. Το τελευταίο διάστημα το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα περιορίστηκε επειδή οι Έλληνες εισάγουν λιγότερα και εξάγουν περισσότερα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει μια μικρή, αλλά σημαντική εξαγωγική δύναμη. Εντούτοις τα διαρθρωτικά προβλήματα βάζουν σημαντικά προσκόμματα στη διαδικασία της οικονομικής ανάκαμψης. Μεταξύ αυτών η διαφαινόμενη αύξηση του εργατικού κόστους, η έλλειψη μεγάλων επιχειρήσεων, οι ελλιπείς δυνατότητες χρηματοδότησης αλλά και η έλλειψη μια εθνικής στρατηγικής για τις εξαγωγές.
Παρά ταύτα η Ελλάδα φαίνεται να βρίσκεται σε καλό δρόμο. Για τις επόμενες δεκαετίες έχει δεσμευτεί βέβαια στην επίτευξη ιδιαίτερα φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων. Μέχρι το 2023 πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% επί του ΑΕΠ ενώ στη συνέχεια και μέχρι το 2060 2,2%. Για την τρέχουσα χρονιά οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης θέλουν το πλεόνασμα να κλείνει στο 3,8%.