Επαναλαμβανόμενη καθαρή κερδοφορία 24,1 εκατ. ευρώ αλλά και περαιτέρω ενίσχυση οικονομικών δεικτών εμφανίζει η Eurobank Cyprus στο α’ εξάμηνο του 2018.
Παράλληλα, στα αποτελέσματα καταγράφεται:
– Ισχυρή κεφαλαιακή θέση, με τον δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας (Capital Adequacy Ratio) όπως και τον δείκτη κοινών μετοχών (CET1) να ανέρχονται στο 26,4%.
– Σημαντική πλεονάζουσα ρευστότητα, με τις καταθέσεις να φτάνουν στα ΕΥΡΩ 4.383 εκ και το δείκτη δανείων προς καταθέσεις (εξαιρουμένων των δανείων που εξασφαλίζονται με καταθέσεις) να ανέρχεται στο 28%.
– Πολύ καλή ποιότητα δανειακού χαρτοφυλακίου, με τον δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (NPE ratio στη βάση των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, ΕΑΤ) να παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός, στο 4,5%.
– Αποτελεσματική διαχείριση του κόστους λειτουργίας, με τον δείκτη Κόστους προς Έσοδα στο 30%.
Η ισχυρή χρηματοοικονομική θέση της Τράπεζας όπως καταδεικνύεται και από τα διαδοχικά θετικά αποτελέσματα, έχει εδραιώσει την ηγετική της παρουσία στην Κύπρο στους τομείς του Wealth Management, Corporate and Investment Banking, International Business Banking, και Capital Markets.
Με την ευκαιρία των οικονομικών αποτελεσμάτων του πρώτου εξαμήνου, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας κ. Μιχάλης Λούης, δήλωσε:
«Τα επαναλαμβανόμενα θετικά αποτελέσματά μας, καταδεικνύουν ότι η Eurobank Κύπρου συνεχίζει την αναπτυξιακή της πορεία με σταθερά βήματα, έχοντας ως βάση το πελατοκεντρικό μοντέλο λειτουργίας της και την ορθολογιστική διαχείριση των κινδύνων.
Συνεχίζουμε να στηρίζουμε την οικονομία και τις βιώσιμες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες αλλά και να δημιουργούμε θέσεις εργασίας στη βάση της ανάπτυξης των εργασιών μας.
H Eurobank Κύπρου παραμένει αισιόδοξη για το μέλλον της χώρας μας και τις προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης και πιστεύουμε ότι το άμεσο μέλλον της Κυπριακής οικονομίας είναι ελπιδοφόρο.
Ωστόσο, δεν πρέπει να εφησυχάζουμε, η διαχείριση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων πρέπει να είναι πολύ προσεκτική ούτως ώστε να αποφευχθούν αρνητικές εκπλήξεις στο μέλλον που μπορεί να προκληθούν τόσο από εξωγενείς όσο και ενδογενείς παράγοντες».