Δύο δικογραφίες για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας με κεντρικό πρόσωπο τον πρώην υπουργό Γιάννο Παπαντωνίου, καλείται να αξιολογήσει η Βουλή.
Οι δύο υποθέσεις που διαβιβάζονται στην Βουλή από τις δικαστικές αρχές, αφορούν, τόσο υποθέσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων, με περιεχόμενο μεταξύ άλλων, στοιχεία που έχουν διαβιβαστεί πρόσφατα στους ανακριτές διαφθοράς από την Ελβετία και την Κύπρο, όσο και την υπόθεση σχετικά με τη μεταβίβαση του ακινήτου του πρώην υπουργού στη Σύρο.
Μετά την αποστολή των δύο φακέλων, η Βουλή καλείται να ερευνήσει το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας για τον πρώην υπουργό, και να αποφανθεί αν η πράξη που του αποδίδεται είναι παραγεγραμμένη, ή αν τελέστηκε επ΄ αφορμή των υπουργικών του καθηκόντων, οπότε το αδίκημα δεν θεωρείται παραγεγραμμένο. Αν η Βουλή αποφανθεί ότι η πράξη δεν έχει παραγραφεί, τότε η δικογραφία θα επιστρέψει στην ανακρίτρια κατά της διαφθοράς, Ηλιάννα Ζαμανίκα και στον επίκουρο ανακριτή, Γιώργο Ευαγγέλου, προκειμένου να διερευνήσουν περαιτέρω τα στοιχεία και να κρίνουν αν συντρέχει λόγος να απαγγελθεί σε βάρος του πρώην υπουργού, συμπληρωματική κατηγορία και για παθητική δωροδοκία.
Οι δύο ανακριτές φαίνεται να διαθέτουν ήδη στοιχεία που φτάνουν διαρκώς από τις ελβετικές και κυπριακές αρχές, που καταδεικνύουν κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών και διαφόρων off shore, που ελέγχονται εξονυχιστικά σε σχέση με την έρευνα για τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ, την ερχόμενη εβδομάδα, ο Γιάννος Παπαντωνίου και η σύζυγός του, Σταυρούλα Κουράκου, έχουν κληθεί να απολογηθούν στους ανακριτές Διαφθοράς, μετά από προθεσμία που έχουν λάβει, για την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με βασικό αδίκημα αυτό της – παραγεγραμμένης – απιστίας σε σχέση με εξοπλιστικά πρόγραμμα. Στο περίπου 800 σελίδων κατηγορητήριο που έχουν συντάξει οι δύο ανακριτές, αναφέρεται ότι το ποσό για το οποίο καλείται να απολογηθεί το ζευγάρι ανέρχεται σε περίπου 3 εκατομμύρια ευρώ.
Κατά τους ανακριτές, η εκτιμώμενη ζημία που υπέστη το ελληνικό δημόσιο από τις συγκεκριμένες υποθέσεις προμηθειών του, ανέρχεται σε περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ.
Ο πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας, φέρεται να χρησιμοποίησε πλήθος τραπεζικών λογαριασμών, μέσω των οποίων εκτελέστηκαν εκατοντάδες κινήσεις εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι οποίες «απέβλεπαν να καταστήσουν αδύνατο τον εντοπισμό των χρημάτων που αποκόμισε» και ταυτόχρονα να προσδώσουν νομιμοφάνεια στις κινήσεις αυτές.
Ο πρώην υπουργός, από την αρχή αρνείται την κατηγορία και υποστηρίζει πως δεν εμπλέκεται σε καμία παράνομη δραστηριότητα.