Ο Νότιος Ωκεανός γύρω από την Ανταρκτική θερμαίνεται σε ανησυχητικό ρυθμό – δύο φορές περισσότερο από τους υπόλοιπους ωκεανούς και σύμφωνα με ερευνητές πίσω και από αυτό το φαινόμενο αποκλειστικός υπεύθυνος είναι ο άνθρωπος.
Σε μια νέα επιστημονική μελέτη, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τα κλιματικά μοντέλα, τα προηγούμενα δεδομένα που υπήρχαν και τα δεδομένα που προέρχονται από τους νέους ωκεάνιους αισθητήρες για να δείξουν πώς οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και η μείωση του όζοντος στην ατμόσφαιρα οδήγησαν τόσο στη θέρμανση του Νότιου Ωκεανού όσο και στην αύξηση της περιεκτικότητας του σε γλυκό νερό. Τα ευρήματα αποκλείουν επίσης τη φυσική μεταβλητότητα (π.χ. την επίδραση ηλιακής ακτινοβολίας και ηφαίστειων) ως σημαντική πηγή αυτών των αλλαγών.
“Η παρατηρούμενη αύξηση της θερμοκρασίας οφείλεται στην ανθρώπινη επίδραση, δήλωσε ο Ωκεανογράφος Neil Swart, που διεξήγαγε τη μελέτη με θέμα “Περιβάλλον και αλλαγή του κλίματος στον Καναδά”, που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα στο περιοδικό Nature Geoscience. “Γι’ αυτό μπορεί να υπήρχαν υποψίες ή και υποθέσεις παλιότερα, αλλά αυτό είναι το αποδεικτικό στοιχείο που το αποδεικνύει πραγματικά”.
Για τη μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα που συλλέχθηκαν στον Νότιο Ωκεανό από το 1950 και μετά, τα οποία αφορούσαν τα ποσοστά θερμότητας και περιεκτικότητας σε γλυκό νερό. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν υπολογιστικά μοντέλα συγκρίνοντας τα δεδομένα από συγκεκριμένα γεωγραφικά πλάτη και μήκη και σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία κατά τη διάρκεια του ίδιου μήνα και έτους. Έτσι μπορούσαν να υπολογίσουν διάφορες επιδράσεις, όπως η φυσική μεταβλητότητα, οι εκπομπές αερολυμάτων, εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και η τρύπα του όζοντος. Και το συμπέρασμα ήταν ότι οι δυο πρώτοι παράγοντες δεν επηρέασαν τα ποσοστά θερμότητας και γλυκού νερού, σε αντίθεση με τους δύο τελευταίους.
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος της αυξανόμενης περιεκτικότητας σε γλυκό νερό στους ωκεανούς προέρχεται από τις βροχοπτώσεις κι όχι από το λιώσιμο των πάγων στην Ανταρκτική. Η Cecilia Bitz, επιστήμονας της θάλασσας και των κλιματικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον που δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε ότι βρήκε τις παρατηρήσεις της μελέτης σχετικά με την αυξημένη περιεκτικότητα σε γλυκό νερό ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
Τα συμπεράσματα αυτά μπορούν να συνδυαστούν με αυτά μιας άλλης έρευνας που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Nature σχετικά με το λιώσιμο του πάγου στην Ανατολική Ανταρκτική. Ο Ντέιβιντ Γουίλσον, ένας γεωχημικός στο Imperial College του Λονδίνου, και οι συν-συγγραφείς του διαπίστωσαν ότι ακόμη και οι 2 βαθμοί Κελσίου πάνω από τους προ-βιομηχανικούς χρόνους ήταν αρκετοί για να λιώσει ένα σημαντικό μέρος του στρώματος πάγου της Ανατολικής Ανταρκτικής στο παρελθόν.
Συγκεκριμένα, κατά την εποχή του Πλειστόκαινου, πριν από περίπου 125.000 χρόνια, το επίπεδο της θάλασσας ήταν 6-9 μέτρα υψηλότερα από ό,τι είναι τώρα. Ο Γουίλσον και οι συνεργάτες του επικεντρώθηκαν στην λεκάνη Wilkins Subglacial που σε αντίθεση με τους χερσαίους παγετώνες, δημιουργείται από το δάπεδο του ωκεανού, γεγονός την κάνει ιδιαίτερα ευαίσθητη στα ζεστά νερά. Τα συμπεράσματά τους υποδηλώνουν ότι η θέρμανση των 2 ° C τώρα, αν διατηρηθεί σε διάστημα δύο χιλιετιών, θα μπορούσε να αρχίσει να λιώνει εκείνη τη θέση.
“Εάν θέλουμε να αποφύγουμε τις χειρότερες συνέπειες – και μπορείτε να σκεφτείτε, αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις στις παράκτιες περιοχές, στη γεωργία, στα νησιωτικά κράτη – είναι σαφές ότι πρέπει να καταβάλουμε προσπάθειες για να αλλάξουμε τα πρότυπα συμπεριφοράς μας και να αφαιρέσουμε το άνθρακα από την οικονομία μας”, δήλωσε ο Γουίλσον.