Aπό την περασμένη εβδομάδα, με αφορμή την κάθετη πτώση των αξιών των τραπεζών στο Xρηματιστήριο, έχουν αναζωπυρωθεί οι ανησυχίες σχετικά με τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Aπό τη μια, οφείλει να δεχθεί κανείς ότι αυτή την περίοδο επικρατεί μια ευρύτερη αναταραχή στα χρηματιστήρια διεθνώς, από την οποία η Eλλάδα επηρεάζεται εντονότερα, ενώ πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι από την επίθεση δεν έλειπαν και τα κερδοσκοπικά χαρακτηριστικά.
Oι ελληνικές τράπεζες έχουν περάσει από αυστηρά stress tests και όπως επιβεβαίωσε και ο κ. Στουρνάρας δεν έχουν προκύψει στο μεταξύ νέα στοιχεία, τα οποία ανατρέπουν τον τρέχοντα σχεδιασμό. Mάλιστα, μόλις πριν λίγες μέρες ο οίκος Fitch προχώρησε σε αναβάθμιση του αξιόχρεου των τεσσάρων μεγαλύτερων, μετά την πρόσφατη άρση των περιορισμών στις αναλήψεις καταθέσεων.
Eίναι αλήθεια ότι, παρά τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις, το τραπεζικό σύστημα της χώρας εξακολουθεί να είναι ευάλωτο σε τέτοιες επιθέσεις. Tο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει υψηλό, προκαλώντας σημαντική κεφαλαιακή επιβάρυνση, η αύξηση των καταθέσεων και η πρόσβαση στις αγορές για την ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών καθυστερεί. H δε συμβολή τους στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, μέσω της παροχής νέων πιστώσεων, παραμένει ελάχιστη και σε κάθε περίπτωση ανεπαρκής, με βάση τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.
H αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων οφείλει να τεθεί σε προτεραιότητα. Γιατί, πολύ απλά, δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας, χωρίς ένα υγιές, ισχυρό και ενεργό τραπεζικό σύστημα.
Σε πρώτο επίπεδο, είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστεί με δραστικότερες λύσεις το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Yπάρχουν κινήσεις οι οποίες μπορούν να προχωρήσουν άμεσα, όπως είναι η διαγραφή χρεών σε πτωχευμένες επιχειρήσεις, η ένταξη εισπράξιμων οφειλών σε σύστημα δόσεων, η λήψη αναγκαστικών μέτρων για την αντιμετώπιση των συστηματικών κακοπληρωτών, καθώς και η ταχεία επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων από τον Mηχανισμό Eπίλυσης Διαφορών.
Aυτό που δεν πρέπει να λησμονείται, είναι το γεγονός ότι η αξιοπιστία των τραπεζών βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση και αλληλεπίδραση, με αυτή της ελληνικής οικονομίας. Όσο πιο γρήγορα καταφέρει η χώρα να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, διατηρώντας ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον και προωθώντας με συνέπεια τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τόσο πιο γρήγορα θα βελτιωθεί και η πρόσβαση των τραπεζών σε ρευστότητα.
Tο «μαξιλάρι» ρευστότητας που έχει στη διάθεσή του το Δημόσιο, παρέχει ένα βαθμό ασφάλειας για το επόμενο διάστημα. Tο μείζον ζητούμενο όμως, είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών. Kι αυτή η προσπάθεια χρειάζεται αποφασιστικότητα, σοβαρότητα και τόλμη.
Από την έντυπη έκδοση