Ψήφο εμπιστοσύνης δίνουν ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, σε μία εποχή όπου τα ελληνικά νοικοκυριά αναζητούν τρόπους εξοικονόμησης χρημάτων, ακόμα και για δαπάνες που αφορούν τη διαβίωσή τους, ως αντιστάθμισμα της δραματικής συρρίκνωσης του εισοδήματός τους.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της Nielsen για την αξία πωλήσεων των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στο σύνολο 137 κατηγοριών “ταχυκίνητων” καταναλωτικών προϊόντων (FMCG). Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον Ιανουάριο έως το Μάιο 2011, η αξία πωλήσεων των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας αυξήθηκε κατά 3% και ανήλθε στα 526,5 εκατ. ευρώ, σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, που έφτασε στα 511,3 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο σύνολο της ελληνικής αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του Lidl.
Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την αλλαγή, που έχει επιφέρει η οικονομική ύφεση στον κλάδο του λιανεμπορίου, καθώς τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας “κλέβουν” συνεχώς μερίδια από τα επώνυμα, ενώ, όπως επισημαίνουν στελέχη μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ, αυτό που παρατηρείται πλέον είναι ότι ένα προϊόν αυτής της κατηγορίας αγοράζεται όχι μόνο από τις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες, αλλά από όλες τις εισοδηματικές τάξεις.
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου σκηνικού έχουν διαδραματίσει και οι σημαντικές διαφορές των τιμών, που παρουσιάζουν τα εν λόγω προϊόντα, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα επώνυμα, που κυμαίνονται από 10% έως και 50%, ανάλογα με την κατηγορία, όπως τονίζουν εκπρόσωποι του λιανεμπορίου, συμπληρώνοντας ότι οι χαμηλές τιμές τους οφείλονται και στο γεγονός ότι είναι απαλλαγμένα από το κόστος διαφήμισης, προώθησης και ανάπτυξης δικτύων διανομής.
“Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι φθηνότερα κατά μέσο όρο περίπου 25%, ωστόσο, αυτό ποικίλει ανάλογα με την κατηγορία προϊόντος”, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Σπηλιώτης, Διευθυντής Αγορών της Βερόπουλος. Όπως διευκρινίζει, στα απορρυπαντικά, λόγω της έντονης προωθητικής πίεσης των επώνυμων προϊόντων, η διαφορά τιμής είναι γύρω στο 10%, ενώ στο άλλο άκρο βρίσκονται τα όσπρια, με ποσοστό περίπου στο 40%.
“Εκτός, βέβαια, από τις μειωμένες τιμές των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, οι καταναλωτές ωφελούνται και από τον έντονο ανταγωνισμό, που έχει αναπτυχθεί, καθώς οι εταιρείες, που παράγουν επώνυμα προϊόντα, παρέχουν και αυτές προσφορές (π.χ. εκπτωτικά “στίκερ”, επιπλέον προϊόν ως δώρο), προκειμένου να στηρίξουν τις πωλήσεις τους”, αναφέρει στέλεχος αλυσίδας σούπερ μάρκετ.
Συνεχής ανάπτυξη
Η ανάπτυξη των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι ραγδαία, τα τελευταία χρόνια, καθώς η ακρίβεια και η οικονομική στενότητα έχουν περιορίσει αισθητά την αγοραστική ικανότητα των καταναλωτών, με αποτέλεσμα να στρέφονται σε μεγαλύτερο βαθμό στις φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις για την κάλυψη των αναγκών τους.
Σταδιακά, οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ έχουν δημιουργήσει προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, που καλύπτουν πλήρως την κατηγορία των ειδών πρώτης ανάγκης και περίπου το 80% των υπόλοιπων κατηγοριών. Λαμβάνοντας υπόψη τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση, φορείς της αγοράς αναφέρουν ότι οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ αναμένεται να στραφούν στη διάθεση ακόμη περισσότερων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, ιδιαίτερα όσον αφορά σε μη τρόφιμα και γενικότερα, σε προϊόντα μικρότερων και πιο εξειδικευμένων κατηγοριών.
Όπως μαρτυρούν, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα της αλυσίδας και ταυτοχρόνως, διευρύνουν την ποικιλία και τις επιλογές του καταναλωτή.
“Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο, που αποδεικνύει τη δυναμικότητα αυτής της κατηγορίας προϊόντων είναι ότι αυτά αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% με 15% της αξίας των συνολικών πωλήσεων των σούπερ μάρκετ”, σημειώνει εκπρόσωπος μεγάλης αλυσίδας. “Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή του ΑΒ Βασιλόπουλος, το ποσοστό αυτό αγγίζει το 20,1%”.
Τη θετική μεταβολή των πωλήσεων τους επιβεβαιώνει ο κ. Σπηλιώτης, υπογραμμίζοντας ότι σήμερα, δεν υπάρχει καταναλωτής, που να μην παίρνει, σε συχνή βάση, τουλάχιστον ένα προϊόν ιδιωτικής μάρκας.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στο πρώτο πεντάμηνο του έτους οι πωλήσεις των επώνυμων προϊόντων κατέγραψαν μείωση κατά 8%, σε αντίθεση με τις πωλήσεις των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, που ακολούθησαν ανοδική πορεία κατά 5%, ενώ οι μεγαλύτερες αυξητικές μεταβολές παρατηρούνται στις εξής κατηγορίες: κατεψυγμένες ζύμες (+7%), σνακς (+18%), ζυμαρικά (+13%), τοματοειδή (+10%) και γάλα (+18%).
“Η ανοδική πορεία των πωλήσεων των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, ακόμα και σε κατηγορίες, που αφορούν το παιδί, όπου η ευαισθησία για την ποιότητα είναι ιδιαίτερα αυξημένη, όπως είναι το γάλα, καταδεικνύει ότι πλέον έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση του καταναλωτή ως εφάμιλλα ποιότητας με τα επώνυμα”, δηλώνει ο κ. Σπηλιώτης, ενώ οι εκτιμήσεις του για το μέλλον είναι ότι στην πλειοψηφία των κατηγοριών θα εξαφανιστούν οι 2ες και 3ες μάρκες και θα μείνουν μόνο τα λήντερ προϊόντα και τα ιδιωτικής ετικέτας.
Στροφή στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, με πιο έντονη προτίμηση στα χαρτικά, τα κατεψυγμένα και τα βιολογικά, διαπιστώνει και στέλεχος της ΑΒ Βασιλόπουλος. Με βάση τα νέα δεδομένα, η ΑΒ Βασιλόπουλος διευρύνει συνεχώς τη γκάμα αυτών των προϊόντων, ενώ οι εκτιμήσεις για το μέλλον είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι διατίθενται αρκετές σειρές προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας από την ΑΒ Βασιλόπουλος για όλες τις κατηγορίες. Για παράδειγμα, τα προϊόντα ΑΒ προσφέρουν στον καταναλωτή μεγάλη ποικιλία τροφίμων, απορρυπαντικών, καθαριστικών, χαρτικών, αναψυκτικών, χυμών και κρασιών, σε τιμές έως και 40% φθηνότερα. Η Επιλογή ΑΒ προσφέρει μία σειρά προϊόντων από κίτρινα και λευκά τυριά, κρέας, αλλαντικά, γαλακτοκομικά, κατεψυγμένες πίτες και είδη ζαχαροπλαστείου.
Επίσης, η ΑΒ κοντά στην Ελληνική Γη προσφέρει μία τεράστια γκάμα παραδοσιακών προϊόντων, όπως λάδι, όσπρια, ζυμαρικά, ξηρούς καρπούς, αφεψήματα, μέλι, ελιές, ρύζι, γλυκά του κουταλιού κ.ά., ενώ τα 365: προϊόντα καθημερινής χρήσης σε χαμηλές τιμές όλο το χρόνο και τα ΑΒ Βιο (βιολογικά ή οργανικά προϊόντα από κατηγορίες φρέσκων, τυποποιημένων και αλλοιώσιμων) συμπληρώνουν τη γκάμα των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, που διατίθενται έως σήμερα.
Ανατροπή στις αγοραστικές συνήθειες
Η κρίση, λοιπόν, έχει αλλάξει ριζικά τις καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων, καθώς υιοθετούν μία αγοραστική συμπεριφορά, που ευνοεί την περαιτέρω ανάπτυξη των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
“Πριν μερικά χρόνια, δεν υπήρχε περίπτωση να αγοράσω κάτι άλλο, πέραν από επώνυμα προϊόντα. Πλέον, το καλάθι μου με τα ψώνια της εβδομάδας αποτελείται κυρίως, από προϊόντα χαμηλού κόστους”, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μάρω Ευσταθίου, ιδιωτική υπάλληλος.
Η κ. Ευσταθίου δεν είναι η μόνη καταναλώτρια που δηλώνει ανοιχτά την προτίμησή της στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Την ίδια άποψη εκφράζει και η Νίκη Παπαπέτρου, νοικοκυρά. “Είμαι ικανοποιημένη από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και τα θεωρώ εξίσου ποιοτικά με τα επώνυμα. Πλέον, αγοράζω και τρόφιμα και είδη οικιακής χρήσης ιδιωτικής μάρκας και δεν έχω παρατηρήσει καμία απολύτως διαφορά. Αντίθετα, με λιγότερα χρήματα καλύπτω επαρκώς τις ίδιες ανάγκες, που είχα και στο παρελθόν”, αναφέρει χαρακτηριστικά η καταναλώτρια.