Η ελληνική οικονομία διανύει μια μεταβατική περίοδο μεγάλων αλλαγών, από ένα παλιό και αποτυχημένο μοντέλο ανάπτυξης που μας οδήγησε στην κρίση σε ένα νέο, ανέφερε ο Δημήτρη Μαλλιαρόπουλου, Επικεφαλής Οικονομολόγου και Διευθυντή Οικονομικών Αναλύσεων και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος, σε ομιλία του στο 29ο Συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου με θέμα «Greece Facing The Future: The New Growth Model and Global Challenges»
Το νέο μοντέλο ανάπτυξης βρίσκεται ακόμη σε νηπιακή ηλικία και δεν γνωρίζουμε πως θα εξελιχθεί. Επίσης πάσχει από παιδικές ασθένειες τις οποίες πρέπει να θεραπεύσουμε, πρόσθεσε.
Το παλιό μοντέλο βασιζόταν στην κατανάλωση και στον δανεισμό, δηλαδή στην κατανάλωση της σημερινής γενιάς εις βάρος των μελλοντικών γενεών. Επειδή ο δανεισμός δεν χρησιμοποιούνταν για παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες θα επέτρεπαν την αποπληρωμή του χρέους στο μέλλον, το παλιό μοντέλο κατέρρευσε υπό το βάρος του χρέους που είχε συσσωρεύσει.
Τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που ακολούθησαν ήταν προσπάθειες να αντιμετωπιστεί η κρίση χρέους. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν εξασφάλισαν τον δανεισμό που απαιτείτο για να αποτραπεί η χρεοκοπία και εστιάστηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα θεράπευαν χρόνιες αδυναμίες της οικονομίας, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Επειδή ο δανεισμός του δημοσίου από τις αγορές σταμάτησε και – ακόμη και όταν αποκατασταθούν οι συνθήκες στο μέλλον — δεν θα έχει την ένταση που είχε στο παρελθόν, το παλιό μοντέλο ανάπτυξης δεν μπορεί να αναγεννηθεί πλέον (ούτε βέβαια θα ήταν θεμιτό κάτι τέτοιο). Για να προχωρήσουμε μπροστά πρέπει αρχικά να αποδεχτούμε κάποιες αλήθειες:
Πρώτον, δεν μπορούμε ως κοινωνία να καταναλώνουμε πάνω από τις δυνατότητες μας. Στο βαθμό που το κάνουμε, πρέπει παράλληλα να επενδύουμε στην εγχώρια παραγωγή, έτσι ώστε η επόμενη γενιά να είναι σε θέση να αποπληρώσει το χρέος από το επιπλέον προϊόν που θα παράγει η οικονομία.
Δεύτερον, επειδή ο δανεισμός του παρελθόντος προήλθε κυρίως από το εξωτερικό, για να αποπληρωθεί σταδιακά το εξωτερικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό), πρέπει να ενισχύσουμε τις εξαγωγές μας. Για την ακρίβεια, πρέπει να εξάγουμε περισσότερα από ότι εισάγουμε.
Τρίτον, επειδή ζούμε σε μια Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά και σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, για να χτίσουμε μια οικονομία με κεντρικούς πυλώνες τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, πρέπει να είμαστε ανταγωνιστικοί. Και επειδή η ανταγωνιστικότητα είναι σχετική έννοια, πρέπει για την ακρίβεια να είμαστε πιο ανταγωνιστικοί από τους άλλους.
Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο (και σε αυτό πιστεύω ότι θα συμφωνούσαμε όλοι) πρέπει να βασίζεται στις επενδύσεις και στις εξαγωγές, εξήγησε.
Για την ενίσχυση και των δυο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και, όσον αφορά τις επενδύσεις, η χρηματοδότηση. Η ανταγωνιστικότητα δεν αφορά μόνο το κόστος εργασίας. Αφορά και το έμμεσο κόστος, το οποίο επηρεάζεται από ασφαλιστικές εισφορές, το ύψος της φορολογίας και το κόστος του κεφαλαίου. Αφορά επίσης την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η οποία καθορίζεται από την ποιότητα των θεσμών, τα δικαιώματα των επενδυτών και την ισχύ του νόμου (rule of law) όπως επίσης και την ευελιξία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και της αγοράς εργασίας.
Ένα από τα σημαντικά ευρήματα της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι συνάρτηση της ποιότητας των θεσμών σε μια χώρα. Η ποιότητα των θεσμών στη χώρα μας είναι χαμηλή, σύμφωνα με τους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί άμεσα σε μια πρόταση πολιτικής: Οι μεταρρυθμίσεις με την ευρύτερη έννοια (που αφορούν τον τρόπο λειτουργίας των αγορών, το ρυθμιστικό περιβάλλον και την ποιότητα των θεσμών) πρέπει να διαφυλαχτούν ως κόρη οφθαλμού και να συνεχιστούν απρόσκοπτα μετά τη λήξη του προγράμματος. Για το λόγο αυτό, η σύσταση ενός Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας πιστεύω ότι είναι μια εξαιρετική πρωτοβουλία στη σωστή κατεύθυνση.
Όμως, για να αυξηθεί το απόθεμα κεφαλαίου και συνεπώς η δυνητική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, βασική προϋπόθεση είναι να έχουμε θετικές καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου. Για να συμβεί αυτό, πρέπει οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα να αυξηθούν κατά 40% τα επόμενα χρόνια. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ, με έμφαση στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές επενδύσεις, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα υστέρησης του προϊόντος και να δοθεί ώθηση στο μετασχηματισμό του παραγωγικό προτύπου προς διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Ένα από τα εμπόδια στα οποία συνεχίζει να προσκρούει η ταχύτητα αναπροσαρμογής της οικονομίας είναι η στενότητα των χρηματοδοτικών πόρων για επενδύσεις. Οι τραπεζικές πιστώσεις παραμένουν υποτονικές, ενώ οι εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης από τις κεφαλαιαγορές δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς.
Η χρηματοδότηση των επενδύσεων (πέραν από την απορρόφηση πόρων από τα κοινοτικά προγράμματα και φορείς όπως η EBRD και η EIB) απαιτεί δράσεις σε τρεις τομείς: (α) Προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ). (β) Αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης, και (γ) Λύση του προβλήματος των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ).
Σύμφωνα με μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών την περίοδο 2010-2018 οδήγησε σε σημαντική διόγκωση της παραοικονομίας. Η ύφεση θα ήταν πολύ πιο ρηχή και σύντομη και η δημοσιονομική προσπάθεια πολύ μικρότερη αν η χώρα είχε καταφέρει να ελέγξει την παραοικονομία. Δυστυχώς δεν το καταφέραμε. Σήμερα η πολιτεία προσπαθεί να καταπολεμήσει την παραοικονομία με κατασταλτικά μέτρα. Αυτό είναι αναμφισβήτητα απαραίτητο αλλά δεν επαρκεί. Για να καταπολεμηθεί η παραοικονομία πρέπει συμπληρωματικά να εξαλειφθούν τα κίνητρα που οδηγούν στην απόκρυψη εισοδημάτων. Και αυτά τα κίνητρα δεν είναι άλλα από την υψηλή φορολογία. Πρέπει λοιπόν να αλλάξει το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής: από φοροκεντρικό σε ένα μίγμα με έμφαση στη μείωση μη παραγωγικών δαπανών. Αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση. Όμως είναι απαραίτητο. Και πιστεύω ότι το δημοσιονομικό κόστος θα είναι μόνο βραχυχρόνιο ενώ μακροχρόνια θα έχει δημοσιονομικό όφελος καθώς θα οδηγήσει σε διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής σημαίνει συγκεκριμένα μείωση φορολογικών συντελεστών εισοδήματος, εταιρικών κερδών και ασφαλιστικών εισφορών. Αυτό είναι αναγκαίο για να γίνει η χώρα ένας ελκυστικός πόλος έλξης επενδύσεων και ανθρώπινου κεφαλαίου, το οποίο συρρικνώθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα του brain drain τα χρόνια της κρίσης.