Η ανερχόμενη νέα τάξη αυτοκρατόρων θα έπρεπε να μελετά με προσοχή τον Βίκτορ Όρμαν. Σταθερά, μεθοδικά και αδυσώπητα έχει απορρίψει οποιαδήποτε κριτική ή ειλικρινές απολογισμό της ακροδεξιάς, εσωστρεφούς και εθνικιστικής πολιτικής που έχει επιβάλει σε όλα τα επίπεδα της ζωής των Ούγγρων. Το θράσος του τελευταίου κατορθώματος του πραγματικά κόβει την ανάσα.
Λες και δρούσαν συντονισμένα, περισσότεροι από 12 ιδιοκτήτες πάνω από 400 ιστοσελίδων, εφημερίδων, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών «δώρισαν», όπως οι ίδιοι είπαν, την ιδιοκτησία των μέσων τους σε ένα ίδρυμα, το οποίο δημιουργήθηκε και διοικείται από ανθρώπους πιστούς στον Όρμπαν.
Προφανώς και αυτή δεν ήταν μία πράξη φιλανθρωπίας. Οι ιδιοκτήτες είναι όλοι φιλοκυβερνητικοί ολιγάρχες και σύμμαχοι του Όρμπαν. Μερικοί από αυτούς είχαν αγοράσει ανεξάρτητα τα τελευταία χρόνια, μετατρέποντας τα σε κυβερνητικά φερέφωνα, όπως αναφέρει το άρθρο των New York Times.
Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποθέσουμε ότι οι ιδιοκτήτες έκαναν «χάρες» στον Όρμπαν και το κόμμα του, Φιντές, συνυπολογίζοντας και το γεγονός ότι πολλά από αυτά ήταν εξαρτημένα απο κρατικές διαφημίσεις για να επιβιώσουν.
Αυτό που κατάφερε ο Όρμπαν ήταν να δημιουργήσει ένα συνονθύλευμα μέσων, το οποίο μοιάζει με τους μηχανισμούς προπαγάνδας του κομμουνιστικού καθεστώτος. Για να κλείσει η συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί από αξιωματούχους του Κράτους, οι οποίοι όμως έχουν διορισθεί από τον Όρμπαν. Επομένως , το ουγγρικό Συμβούλιο της Επικρατείας, θα έπρεπε να εξετάσει το γεγονός να επέμβει.
Το Central European Press and Media Foundation, ένας μη-κυβερνητικός οργανισμός, που δημιουργήθηκε τον Αύγουστο από ένθερμους υποστηρικτές του Όρμπαν, έχει μετατραπεί ξαφνικά σε ισχυρό κυβερνητικό φερέφωνο, όπως τον χαρακτηρίζει το άρθρο των New York Times.
Σε γράμμα του στους New York Times o μέλος της επιτροπής ισχυρίστηκε ότι ο οργανισμός θα έφερνε την ισορροπία στον χώρο των ΜΜΕ, δρώντας ως αντίβαρο στα «προοδευτικά» μέσα της χώρας.
Βέβαια, όπως αναφέρουν οι New York Times, αυτή είναι μία περίεργη ερμηνεία της ισορροπίας, καθώς πάνω από 500 μέσα υποστηρίζουν σήμερα την κυβέρνηση της χώρας σε σχέση με μόλις 31, το 2015. Τα ανεξάρτητα ΜΜΕ έχουν αρνηθεί τις κρατικές διαφημίσεις εδώ και χρόνια, καθιστώντας τα εύκολους στόχους για τους φίλους του Όρμπαν. Η
Nepszabadsag, η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα, που υποστήριζε την αντιπολίτευση, έκλεισε το 2016. Πολλά από τα στελέχη της εφημερίδας θεωρούν τον Όρμπαν υπεύθυνο για το κλείσιμο.
Η Ουγγαρία δεν είναι η μόνη χώρα, στην οποία η ελευθεροτυπία βρίσκεται σε κίνδυνο. Το εθνικιστικό κόμμα της Πολωνίας, «Νόμος και Δικαιοσύνη», προσπαθεί να θέσει τα μέσα της χώρας
υπό έλεγχο. Ο Όρμπαν όμως είναι πρωτοπόρος στην προσπάθεια του να οικοδομήσει ένα «αντιπροοδευτικό» κράτος, όπως ο ίδιος το έχει αποκαλέσει περήφανα. Η προσπάθεια του αυτή περιλαμβάνει την λήψη άμεσων μέτρων για την εξάπλωση του εθνικιστικού μηνύματος τού στα θέατρα και άλλους πολιτιστικούς οργανισμούς της χώρας, στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, ακόμα και στους θρησκευτικούς χώρους.
Περιλαμβάνουν επίσης και την καταστολή δημοκρατικών οργανώσεων και ιδρυμάτων, όπως το Κεντρικό Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο, το οποίο δημιουργήθηκε από τον, ουγγρικής καταγωγής, επιχειρηματία Τζορτζ Σόρος, έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς της κυβέρνησης Όρμπαν. Το πανεπιστήμιο αναγκάζεται τώρα να «μετακομίσει» στην Αυστρία, περιφρονήμενο και από την κυβέρνηση Τραμπ.
«Δεν έχει να κάνει με την ελευθερία του ακαδημαϊκού χώρου», δήλωσε ο αμερικάνος πρέσβης στη χώρα, Ντέιβιντ Κόρνσταϊν, συμβουλεύοντας παράλληλα τον Σόρος, «ότι θα ήταν καλύτερο αν συνεργαζόσασταν με την κυβέρνηση».
Η συμπεριφορά του Όρμπαν οδήγησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ξεκινήσει μία διαδικασία, η οποία τουλάχιστον θεωρητικά θα μπορούσε να αφαιρέσει τα δικαιώματα ψήφου της χώρας του από την ΕΕ, με την αιτιολογία ότι η χώρα αποτελεί «συστηματική απειλή» για τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης. Βέβαια, θα χρειαστούν πολλά παραπάνω για να κάνουν τον Όρμπαν να ενδιαφερθεί.