Ποιό είναι το μυστικό της επιτυχίας;
Είναι μια συνηθισμένη μέρα στη Μλάντα Μπολέσλαβ, μία πολυσύχναστη κωμόπολη 50 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Πράγας, έδρα της γνωστής αυτοκινητοβιομηχανίας Σκόντα. Από νωρίς το πρωί χιλιάδες άνθρωποι κατακλύζουν τους δρόμους πηγαίνοντας στη δουλειά τους. Η Σκόντα, που από το 1991 ανήκει στον όμιλο Φολκσβάγκεν, είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας, με παραδοσιακό εξαγωγικό προσανατολισμό και πολύτιμη συνεισφορά στο ΑΕΠ.
Ο Μπόνταν Βόιναρ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της τσεχικής αυτοκινητοβιομηχανίας και αρμόδιος για το ανθρώπινο δυναμικό, δηλώνει στη Deutsche Welle ότι τα τελευταία οκτώ χρόνια η Σκόντα καταγράφει αύξηση του εργατικού δυναμικού κατά 40%, φτάνοντας τους 35.000 εργαζόμενους (συμπεριλαμβανομένων πάντως εκείνων που έχουν σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου).
“Στην πραγματικότητα η Τσεχία έχει σήμερα πλήρη απασχόληση”, λέει ο Βόιναρ. “Δεν υπάρχει άλλος όρος για να περιγράψεις την κατάσταση, καθώς για πολλούς μήνες τώρα, ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας υπερβαίνει σταθερά τον αριθμό των ανέργων”, επισημαίνει. Σύμφωνα μάλιστα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, από τον Ιανουάριο του 2016 η Τσεχία έχει τον χαμηλότερο δείκτη ανεργίας σε ολόκληρη την ΕΕ. Το φθινόπωρο του 2018 η ανεργία είχε μειωθεί στο 2,3%.
Πρωταθλήτρια στην απασχόληση
Ο Βόιναρ υποστηρίζει ότι ο υψηλός δείκτης απασχόλησης οφείλεται στην ισχυρή βιομηχανική υποδομή της χώρας, αλλά και στην υψηλή κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού. Παρόμοια εκτίμηση διατυπώνει ο Χαβιέ Κολάτο, στέλεχος του ινστιτούτου οικονομικών ερευνών Focus Economics, υπενθυμίζοντας την ισχυρή παράδοση της μεταποίησης στη χώρα. “Η ακμάζουσα αυτοκινητοβιομηχανία είναι και η ατμομηχανή για την αγορά εργασία”, επισημαίνει. Στη μείωση της ανεργίας έχουν συμβάλει και οι ξένες επενδύσεις, που άλλωστε αξιοποιούν το σχετικά χαμηλό κόστος εργασίας: το 2017 το ωρομίσθιο στην Τσεχία δεν ξεπερνούσε τα 11,30 ευρώ κατά μέσο όρο.
Ωστόσο το χαμηλό εργατικό κόστος δεν αποτελεί το κύριο κίνητρο για τους επενδυτές. Άλλωστε η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η Πολωνία έχουν ακόμη χαμηλότερους μισθούς, ενώ από την άλλη πλευρά στην Τσεχία οι μισθοί αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Κι όμως, η μεταποίηση παραμένει ο μεγαλύτερος κλάδος της τσεχικής οικονομίας, συνεισφέροντας στην οικονομία περισσότερο από όσο σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ και διασφαλίζοντας μία στις τρεις θέσεις εργασίας.
Οι ειδικοί εκτιμούν πάντως ότι η ανοδική τάση δεν μπορεί να διατηρηθεί για πάντα και ότι τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα της τσεχικής βιομηχανίας θα αρχίσουν να φθίνουν, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση που εντείνει την αυτοματοποίηση της παραγωγής. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η Τσεχία αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο και πιο ορατό κίνδυνο για απώλεια θέσεων εργασίας λόγω αυτοματοποίησης, μαζί με τη γειτονική Σλοβακία, η οποία επίσης διαθέτει ισχυρή βιομηχανική υποδομή.
Άδηλο το μέλλον της παραγωγής
Προφανώς ούτε η Σκόντα θα σταματήσει ή θα αγνοήσει την επέλαση της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης. Η τσεχική αυτοκινητοβιομηχανία θα πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες προκλήσεις και ο Μπόνταν Βόιναρ ισχυρίζεται ότι ήδη οι εργαζόμενοι περνούν από επανεκπαίδευση, ώστε να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις του μέλλοντος. Άλλωστε, υποστηρίζει, “η επιχείρηση έχει παράδοση 90 ετών στη διαρκή κατάρτιση του προσωπικού σε ιδιόκτητο εκπαιδευτικό κέντρο, διαθέτει δικό της πανεπιστήμιο και επιπλέον συνεργάζεται με ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα”.
Μερικοί αναλυτές εμφανίζονται απαισιόδοξοι και εκτιμούν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα της Τσεχίας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών. Άλλοι, ωστόσο, πιστεύουν ότι η Τσεχία διαθέτει εναλλακτικές λύσεις. Όπως υποστηρίζει ο Ντάνιελ Μίνιχ, συνεργάτης του ιδρύματος ερευνών CERGE, “ο υποανάπτυκτος ακόμη τομέας των υπηρεσιών θα μπορούσε να απορροφήσει κάποιους από αυτούς που θα χάσουν τη δουλειά τους στη βιομηχανία. Και μπορεί να ενέχει κινδύνους ο επίμονος προσανατολισμός στην αυτοκινητοβιομηχανία, αλλά από την άλλη πλευρά προσφέρει στην Τσεχία προνομιακές δυνατότητες μετάβασης σε νέες τεχνολογίες, τις οποίες δύσκολα θα διέθεταν χώρες χωρίς ισχυρή βιομηχανική παράδοση”.