Επιβεβαιώνοντας ότι βρίσκεται στην πρωτοπορία των δράσεων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή η Γερμανία ανακοίνωσε ότι σύμφωνα με μια νέα μελέτη το 2018 δέχτηκε περισσότερο ηλεκτρισμό από “πράσινες” πηγές ενέργειας από ό,τι από σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα. Ωστόσο, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι αυτό από μόνο του δεν επαρκεί ώστε το Βερολίνο να πετύχει τους ενεργειακούς του στόχους για το 2030.
Αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το 40% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) ξεπέρασαν τον άνθρακα ως βασική πηγή ενέργειας της Γερμανίας για πρώτη φορά το 2018, σύμφωνα με την έρευνα της οργάνωσης εφαρμοσμένων επιστημών Fraunhofer.
Οι “πράσινες” πηγές ενέργειας όπως η ηλιακή, η αιολική και η υδροηλεκτρική αντιπροσώπευαν το 40,3% της γερμανικής καθαρής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πέρυσι, σημειώνοντας αύξηση κατά 4,3% σε σύγκριση με το 2017. Οι ειδικοί ανέφεραν ότι οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα προμήθευσαν το 38% περίπου του ηλεκτρικού ρεύματος το 2018.
Η Γερμανία έχει θέσει φιλόδοξους ενεργειακούς στόχους για την επόμενη δεκαετία, προσπαθώντας οι ΑΠΕ να καλύπτουν το 65% της συνολικά παραγόμενης ενέργειας μέχρι το 2030, καθώς εγκαταλείπει την πυρηνική ενέργεια μέχρι το 2022 και σχεδιάζει μια ομαλή, σταδιακή κατάργηση του άνθρακα. Το ποσοστό αυξήθηκε από 8,5% το 2003 σε 16,2% το 2008 και σε 27,2% πέντε χρόνια αργότερα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και μετά από αυτό το ορόσημο που συνιστά το 2018, η αλλαγή “δεν συμβαίνει αρκετά γρήγορα”, σύμφωνα με δηλώσεις στο περιοδικό Der Spiegel του Γερμανού καθηγητή του Fraunhofer Institute Bruno Burger. “Εάν η Γερμανία συνεχίσει με αυτόν τον ρυθμό, θα χάσουμε τους στόχους μας για το 2030”, ανέφερε.
Η ηλιακή, η αιολική, και η υδροηλεκτρική παραγωγή μαζί με την παραγωγή βιομάζας αυξήθηκαν κατά 4,3% το 2018 για την παραγωγή 219 τεραβατώρων. Η καύση άνθρακα είχε μερίδιο 38%, ενώ το μερίδιο της πράσινης ενέργειας αυξήθηκε σε 42,5%, από 38,2% το 2017 και μόλις 19,1% το 2010. Το 2019 το ποσοστό αναμένεται να παραμείνει άνω του 40%, καθώς κατασκευάζονται περισσότερες ανανεώσιμες εγκαταστάσεις και τα καιρικά πρότυπα δεν αναμένεται να αλλάξουν δραματικά, αναφέρει η έρευνα.
Η ηλιακή ενέργεια αυξήθηκε κατά 16% σε 45,7 τεραβατώρες λόγω παρατεταμένης καλοκαιρίας, ενώ η εγκατεστημένη ισχύς αυξήθηκε κατά 3,2 γιγαβάτ πέρυσι φτάνοντας τα 45,5. Η βιομηχανία αιολικής ενέργειας παρήγαγε 111 τεραβατώρες, αποτελώντας το 20,4% της συνολικής γερμανικής ισχύος.
Αναλύοντας κάθε πηγή ενέργειας ξεχωριστά, η αιολική αναδεικνύεται “πρωταθλήτρια” μετά την εγχώρια εξόρυξη καυσίμων άνθρακα με 24,1%. Οι μονάδες με εισαγόμενο λιθάνθρακα είχαν ποσοστό 13,9% επί του συνόλου. Η υδροηλεκτρική ενέργεια αντιπροσώπευε μόνο το 3,2% της παραγωγής ενέργειας, η βιομάζα το 8,3%, το φυσικό αέριο το 7,4%, και η πυρηνική ενέργεια το 13,3%, με το υπόλοιπο να προέρχεται από την καύση πετρελαίου και αποβλήτων.
Σημειώνεται ότι η Γερμανία ήταν καθαρός εξαγωγέας ενέργειας το 2018, κυρίως στην Ολλανδία, εισάγοντας παράλληλα μεγάλες ποσότητες από τη Γαλλία.