Η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018 αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο, με θετικές επιδράσεις στο οικονομικό κλίμα και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, ασφαλέστερη ένδειξη ότι η οικονομία έχει υπερβεί την κρίση θα είναι η μόνιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων κάτω από όρους βιωσιμότητας, υπογράμμισε ο επικεφαλής της ΤτΕ ΕΛΛ 0,00% Γιάννης Στουρνάρας στην ομιλία του στο προσωπικό της κεντρικής τράπεζας.
Οπως ανέφερε ο κεντρικός τραπεζίτης, παρά τις θετικές εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα και την συνεχιζόμενη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει πολύ υψηλό, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, και χρειάζονται πιο φιλόδοξες λύσεις για την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του.
Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ο κ. Στουρνάρας, η Τράπεζα της Ελλάδος παρουσίασε τη δική της πρόταση για τη δημιουργία Εταιρείας Ειδικού Σκοπού που θα απορροφήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 40 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου, με την παράλληλη χρήση αναβαλλόμενου φόρου ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. «Η πρόταση αυτή εκπονήθηκε εξ ολοκλήρου από στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος, και έχει αποσπάσει πολύ θετικά σχόλια, τόσο από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές όσο και από τις αγορές», υπογράμμισε ο τραπεζίτης.
Τα τρία «κλειδιά» για την οικονομία
Το 2019 είναι για τη χώρα μας άλλη μια χρονιά προκλήσεων, εκτίμησε ο κ. Στουρνάρας. Θα πρέπει, συμπλήρωσε, να είμαστε προσεκτικοί, επειδή δεν θα είναι ανέφελο και το διεθνές περιβάλλον, εστιάζοντας σε τρία σημεία: καμιά ανάκληση συμφωνημένων ρυθμίσεων και πολιτικών, το αντίθετο μάλιστα: επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που απομένουν να γίνουν, συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και, τέλος, δημιουργία πιο φιλικών συνθηκών για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
Τέλος, σε ένα σχόλιο για την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, ανέφερε ότι «σήμερα είναι αναγκαίο, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, να υπερασπιστούμε σθεναρά και να διαφυλάξουμε την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας από πολιτικές, κομματικές ή επιχειρηματικές επιρροές, όπως επιτάσσει το καταστατικό της. Σε ό,τι με αφορά, είναι αυτονόητο ότι θα συνεχίσω να επιτελώ ανεπηρέαστος τα καθήκοντά μου, και να επιδιώκω, όπως έχω θεσμική υποχρέωση, τη θωράκιση και τον συνεχή εκσυγχρονισμό του τραπεζικού συστήματος, καθώς και την αμερόληπτη και αντικειμενική ενημέρωση της κοινής γνώμης. Αυτά είναι δημόσια αγαθά ανεκτίμητης αξίας και πρέπει να τα υπερασπιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις».