Το καμπανάκι του κινδύνου κρούει η Eurobank μέσω οικονομικής ανάλυσης της που αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις.
Σύμφωνα με την Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαίων της Eurobank οι καθυστερήσεις στις εκτελέσεις των ιδιωτικοποιήσεων θα προκαλέσουν προβλήματα στην οικονομική πορεία της χώρας, ενώ ταυτόχρονα στον προϋπολογισμό της χώρας έχουν υπολογιστεί ότι θα μπουν στα κρατικά ταμεία 1,5 δις. από αυτές!
Πιο συγκεκριμένα στην μελέτη αναφέρεται:
Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank δημοσίευσε σήμερα έκθεση με τίτλο «Επισκόπηση της πορείας του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων: Οι καθυστερήσεις θέτουν σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη των επενδυτών και τα προβλεπόμενα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις για το 2019».
Η παρούσα έκθεση εξετάζει την πορεία του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων τους τελευταίους μήνες, τα έργα όπου παρατηρούνται καθυστερήσεις και τις εξελίξεις που αναμένεται να λάβουν χώρα σε αυτόν τον τομέα το επόμενο διάστημα.
Η επισκόπηση της πορείας υλοποίησης του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων δείχνει ότι κατά το 3ο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής, αλλά και κατά τα προηγούμενα, ποικίλοι ανασχετικοί παράγοντες είχαν ως αποτέλεσμα συνεχείς καθυστερήσεις. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η διαχρονική απροθυμία κάποιων φορέων άσκησης πολιτικής και διοικητικών παραγόντων να προωθήσουν και να υλοποιήσουν πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων, οι αντιδράσεις συνδικαλιστικών φορέων και οργανώσεων και η πολυπλοκότητα και το χαμηλό επίπεδο ωρίμανσης ορισμένων έργων, παράγοντες που συντηρούν – αν και με μειούμενη απήχηση – κλίμα αμφιβολίας στην κοινή γνώμη για το κατά πόσον η ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων ωφελεί το δημόσιο συμφέρον.
Στερούν τα οφέλη
Οι καθυστερήσεις, ωστόσο, στερούν την οικονομία από σημαντικά οφέλη καθώς η θετική επίδραση των ιδιωτικοποιήσεων είναι πολυδιάστατη και περιλαμβάνει, εκτός από την αύξηση των δημοσίων εσόδων και την επακόλουθη μείωση του δημοσίου χρέους, τα αναπτυξιακά οφέλη από την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, την εισαγωγή τεχνολογιών και καινοτομίας, καθώς και την ενίσχυση του ανταγωνισμού μέσω του ανοίγματος συγκεκριμένων αγορών προς όφελος των καταναλωτών.
Από το 2011 έως σήμερα
Από το 2011 έχει ολοκληρωθεί μία σειρά ιδιωτικοποιήσεων που εισέφεραν έσοδα της τάξης των 5,5 δις. ευρώ. Μεταξύ των έργων που έχουν ολοκληρωθεί, συγκαταλέγονται η πώληση των ΟΛΠ, ΟΛΘ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ΕΕΣΣΤΥ και ΔΕΣΦΑ, η παραχώρηση 14 περιφερειακών αεροδρομίων και η πώληση πλήθους ακινήτων εντός και εκτός Ελλάδας. Ωστόσο, παραμένουν ανολοκλήρωτες πολλές σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις που περιλαμβάνονταν στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αξιοποίησης του ΤΑΙΠΕΔ ήδη από τον Ιούλιο του 2015 και σύμφωνα με το 3ο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί πριν από τη λήξη του τελευταίου τον Αύγουστο 2018. Σε αυτές περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων το Ελληνικό, ο ΔΑΑ, η Εγνατία Οδός, τα Ελληνικά Πετρέλαια, η ΔΕΗ, η ΔΕΠΑ, η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ, κάποιες εκ των οποίων βρίσκονται ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο ωρίμανσης.
Αναμένονται 1,5 δισ.
Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2019, ο στόχος εσόδων από αποκρατικοποιήσεις για το 2019 ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ. Ωστόσο, σύμφωνα με την τριμηνιαία κατανομή τους, η είσπραξη του 97% του ως άνω ποσού τοποθετείται χρονικά στο 4ο τρίμηνο του 2019 ενώ 77% του ποσού αυτού εκτιμάται ότι θα προέλθει από διαγωνισμούς που δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί. Συνεπώς, η επίτευξη του στόχου εσόδων για το 2019 καθίσταται αβέβαιη γεγονός που επιτείνεται από τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών που θα λάβουν χώρα έως τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους και της προεκλογικής περιόδου που ατύπως έχει ήδη ξεκινήσει.
Αναγκαίες επενδύσεις
Τώρα που έχει ολοκληρωθεί το 3ο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να προσελκύσει τις απολύτως αναγκαίες επενδύσεις και να αντλήσει κεφάλαια μόνο εάν πείσει τους επενδυτές και τις χρηματοπιστωτικές αγορές ότι δε θα υπαναχωρήσει από τις δεσμεύσεις της, μία εκ των οποίων αποτελεί και το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Μετά από 10 χρόνια οικονομικής δυσπραγίας και τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, η υλοποίηση των οποίων κατά καιρούς έχει στιγματιστεί από επιζήμιες παρεκτροπές, η εμπιστοσύνη αποτελεί βασικό συντελεστή της βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης για τη χώρα. Επομένως, η βελτίωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης με συστηματική και συνεπή εργασία τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής.