Τους λόγους για τους οποίους η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια «ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί για την Ελλάδα», αναλύει ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής ‘Άμυνας, Παναγιώτης Ρήγας, σε άρθρο του που δημοσιεύεται σήμερα στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Ο κ. Ρήγας σημειώνει πως το κείμενο της συμφωνίας διασφαλίζει τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα με τρόπο υποδειγματικό και σπάνιο στα διεθνή χρονικά. Παράλληλα, κατηγορεί την αντιπολίτευση πως έχει «εργαλειοποιήσει» ένα εθνικό ζήτημα για την εξυπηρέτηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων και την αποκόμιση πρόσκαιρων πολιτικών οφελών.
Αναλυτικά το άρθρο του αναπληρωτή υπουργού Εθνικής ‘Άμυνας, Παναγιώτη Ρήγα:
Το ζήτημα της διευθέτησης των σχέσεων της χώρας μας με την ΠΓΔΜ εξελίσσεται σε κομβικό, όχι τόσο ως προς την ουσία αυτής καθ’ αυτής της «διαφοράς» που επιλύεται με τη Συμφωνία των Πρεσπών, όσο από το εδώ και δεκαετίες πολιτικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στο όλο θέμα, γεγονός που εκ των πραγμάτων ανάγει την αντιπαράθεση σε πρώτης γραμμής πολιτικό θέμα.
Πάνω στο «Μακεδονικό» ή «Σκοπιανό», σύσσωμη η αντιπολίτευση έχει επικεντρώσει το σύνολο των προσπαθειών της , με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης. Έχει «εργαλειοποιήσει» ένα εθνικό ζήτημα για την εξυπηρέτηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, αδιαφορώντας για ή αγνοώντας τις επιπτώσεις που θα υπάρχουν στη διεθνή θέση της χώρας, αλλά και την επιβάρυνσή της με ένα άλυτο επί δεκαετίες πρόβλημα, το οποίο με την πάροδο του χρόνου οδηγούσε σε αρνητικά για τα ελληνικά συμφέροντα τετελεσμένα.
Για την εξυπηρέτηση αυτών των σκοπιμοτήτων συντελείται μια πολιτική στρέβλωση που λειτουργεί τοξικά στις λαϊκές συνειδήσεις και στην πολιτική ζωή του τόπου. Πάνω στο έδαφος ενός αγνού πατριωτισμού, που διακατέχει μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, και εκμεταλλευόμενοι το θυμικό του λαού που εμποτίζουν με ψέμα, φανατισμό και μίσος, το σύνολο σχεδόν της αντιπολίτευσης επιχειρεί να αποκομίσει πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη, ανατρέποντας ακόμα και πάγιες θέσεις των πολιτικών-κομματικών χώρων που εκπροσωπούν.
Η διαπίστωση αυτή δεν αφορά μόνο τη ΝΔ, η οποία άλλωστε έχει εδώ και καιρό κάνει την ακροδεξιά στροφή της, αλλά και τα άλλα υπόλοιπα κόμματα. Ιδιαίτερα, δε, αυτά που ανήκουν στον αριστερό-προοδευτικό χώρο, που μοιάζουν να αδιαφορούν για το γεγονός ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία ρίχνουν νερό στον μύλο του εθνικισμού και αφήνουν το δηλητήριο να διαχυθεί σε τμήματα του λαού που κάτω από άλλες συνθήκες δεν τα είχε αγγίξει. Η ευθύνη των προαναφερόμενων είναι μεγάλη και διαχέεται τόσο στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. που η ηγεσία του ταυτίζεται με τις πολιτικές επιλογές της ΝΔ, όσο και στο ΚΚΕ, που δείχνει να πιστεύει ότι τα όποια προβλήματα έχει η χώρα θα πρέπει να λυθούν μόνο μετά την αποχώρησή της από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Η όλη πολιτική αντιπαράθεση γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών έχει συσσωρεύσει πολύ ψέμα, πολλή διαστρέβλωση, πολύ δηλητήριο. Κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι επικριτές της δεν μπορεί να σταθεί ορθολογικά, ιδιαίτερα δε μετά την τελευταία ρηματική διακοίνωση των γειτόνων μας, με την οποία ρητά διευκρινίζεται πως η Συμφωνία δεν προσδιορίζει εθνότητα και πως η γλώσσα τους ανήκει στην οικογένεια των νοτιοσλαβικών γλωσσών.
Δεν θα αναφερθώ περισσότερο στα ήδη πολυσυζητημένα ζητήματα του ονόματος, της γλώσσας, της ιθαγένειας. Μέσα από το κείμενο της Συνθήκης των Πρεσπών είναι σαφές ότι διασφαλίζονται τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα με τρόπο υποδειγματικό και σπάνιο στα διεθνή χρονικά. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η γειτονική μας χώρα άλλαξε το Σύνταγμά της σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη Συμφωνία των Πρεσπών και πως το Ελληνικό Κοινοβούλιο είναι αυτό που θα έχει τον τελικό λόγο για την εφαρμογή της Συμφωνίας.
Ειδικότερα στο άρθρο 3 (παρ. 2 και 4) αναφέρει: «[…]Κανένα από τα Μέρη δεν θα υποστηρίξει οιεσδήποτε δράσεις οιουδήποτε τρίτου μέρους που βάλλουν κατά της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας του άλλου Μέρους». «[…]Κανένα από τα Μέρη δεν θα επιτρέπει να χρησιμοποιείται η επικράτειά του κατά του άλλου Μέρους από οιοδήποτε τρίτο κράτος». Με άλλα λόγια, η χώρα μας κατοχυρώνει, μέσω Διεθνούς Σύμβασης, τη μη χρήση του εδάφους της Βόρειας Μακεδονίας από τρίτη χώρα σε βάρος της Ελλάδας.
Σε ειδικό δε κεφάλαιο για την Αμυντική Συνεργασία (άρθρο 17) αναφέρεται: «Τα Μέρη θα ενισχύσουν και θα επεκτείνουν τη συνεργασία τους στον τομέα της ‘Αμυνας, μέσω, μεταξύ άλλων, συχνών εκατέρωθεν επισκέψεων και επαφών της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων τους, την κατάλληλη μεταφορά τεχνογνωσίας και οικοδόμησης ικανοτήτων, τη συνεργασία τους στους τομείς της παραγωγής, ενημέρωσης και κοινών στρατιωτικών ασκήσεων. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην εκπαίδευση προσωπικού την οποία τα Μέρη θα μπορούσαν να παράσχουν το ένα στο άλλο».
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι δύο χώρες αναγορεύονται σε σύμμαχες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, χωρίς μάλιστα η σχέση αυτή να συνδέεται με την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Με δεδομένες τις απειλές που δέχεται η χώρας μας εξ Ανατολών, αλλά και την αστάθεια που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή, διασφαλίζονται τα βόρεια σύνορά μας, όχι με την έννοια ότι υπάρχει κίνδυνος από αυτή την κατεύθυνση κατά της εδαφικής μας ακεραιότητας, αλλά με την έννοια ότι τυχόν αποσταθεροποίηση μπορεί να λειτουργήσει επιβαρυντικά στη διαχείριση των προβλημάτων μας με την Τουρκία ή ακόμα και να τροφοδοτηθεί από αυτήν.
Παρά την δυστυχώς ευρύτατα διαδεδομένη παραπληροφόρηση που έχει υπάρξει στη χώρα τα τελευταία 30 σχεδόν χρόνια, η Ελλάδα έχει να αποκομίσει πολλαπλά οφέλη από την τακτοποίηση, την κανονικότητα, την επανατοποθέτηση και την ενίσχυση των σχέσεων της με τη σχετικά νέα χώρα, που βρίσκεται στα βόρεια σύνορά μας. Σημειωτέον ότι με το λαό αυτής της χώρας ο ελληνικός λαός ποτέ στην ιστορία δεν αντιπαρατέθηκε με όπλα. Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια ευκαιρία, κάτω από ειδικές συνθήκες και συγκυρίες, που δεν πρέπει να πάει χαμένη.