Αίσθηση εθνικής ευθύνης και ειλικρίνεια ζήτησε από όλες τις πολιτικές δυνάμεις, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος, κλείνοντας τη διήμερη συζήτηση στην αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη Συνθήκη των Πεσπών. Ταυτοχρόνως, ο κ. Κατρούγκαλος δήλωσε πως γνωρίζει η κυβέρνηση ότι υπάρχει συναισθηματική αντίδραση σε πολλούς ανθρώπους που νιώθουν τραυματισμένη την εθνική τους υπερηφάνεια και τους σέβεται, «σε αντίθεση με τους εμπόρους του πατριωτισμού, τους “Μακεδονομάχους ΑΕ”», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
Αφού επισήμανε ότι ο διάλογος προϋποθέτει ειλικρίνεια, τόνισε ότι δεν διαπίστωσε, από πολλούς ομιλητές, την αναγκαία ευθύτητα, κάτι που απέδωσε τόσο στην πενία επιχειρημάτων όσο και στην πολιτική πίεση που υφίστανται η ΝΔ αλλά και η ΔΗΣΥ, τα δύο δηλαδή κόμματα τα οποία συνδιαμόρφωσαν την εθνική θέση για σύνθετη ονομασία erga omnes με γεωγραφικό προσδιορισμό.
«Δικαιούμαι να μιλήσω για έλλειψη παρόμοιας ειλικρίνειας» είπε ο κ. Κατρούγκαλος επικαλούμενος παραδείγματα παρερμηνείας, όπως η κατηγορία ότι η κυβέρνηση δεν προσκόμισε στην Επιτροπή τις συνταγματικές τροποποιήσεις της γείτονος, ενώ – όπως είπε – από την αρχή τις κατέθεσε στη διαδικασία σε επίσημη ελληνική και αγγλική μετάφραση. Το ίδιο έγινε – ζητήθηκε δηλαδή από τα κόμματα και κατατέθηκε – και με το επίσημο κείμενο του Συντάγματος της πΓΔΜ, όπως και για το ενιαίο κείμενο που θα ενσωμάτωνε τις νέες τροπολογίες, συμπλήρωσε. Για τις τροπολογίες, ο κ. Κατρούγκαλος απάντησε ότι τις έθεσε ενόψει του Σώματος, ενώ ήδη εξήγησε – και γι’ αυτό τον λόγο προσκόμισε και το αντίγραφο του Συντάγματος της πΓΔΜ- ότι η συνταγματική πρακτική που ακολουθείται στη γείτονα χώρα δεν είναι αυτή της ενσωμάτωσης και της κωδικοποίησης, αλλά της παράθεσης στο τέλος του συνταγματικού κειμένου, των συνταγματικών τροποποιήσεων.
«Και παρόλα αυτά, διάβασα ότι η κυβέρνηση κατέθεσε τη Συμφωνία και αρνήθηκε να καταθέσει τις συνταγματικές τροποποιήσεις» είπε ο αν. υπουργός Εξωτερικών και διερωτήθηκε: «Γιατί αυτή η ανάγκη να γίνεται αυτή η επίκληση σε κάτι που δεν υπάρχει; Από πού προκύπτει η πίεση αυτή;».
«Είναι προφανές ότι στην πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, αυτό προκύπτει από τη συνύπαρξη δυνάμεων οι οποίες έχουν εντελώς διαφορετική άποψη στο ζήτημα αυτό. Οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί Εξωτερικών συνδιαμόρφωσαν την εθνική θέση και συνυπάρχουν τώρα με αυτούς που μιλούσαν για “κωλοτούμπες πρωθυπουργούς που ξεπούλησαν τη Μακεδονία”. Πώς μπορείτε να έχετε ενιαία θέση και μάλιστα με τις διαδοχικές παλινδρομήσεις του κ. Μητσοτάκη, που άλλα λέει στο εξωτερικό κι άλλα στο εσωτερικό είναι δύσκολο κι οι βουλευτές οι ίδιοι να καταλήξουν σε αυτό που αποτελεί την θέση τους» εκτίμησε.
Για δε «το άλλο κόμμα που συνδιαμόρφωσε την εθνική θέση στο παρελθόν», το ΚΙΝΑΛ, ο κ. Κατρούγκαλος ανέφερε ότι κι εκεί βλέπουμε μια αντίστοιχη πολιτική πίεση που προκύπτει αμάχητα από το γεγονός ότι η συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου – ουσιαστικά όλοι πλην της αρχηγού του κόμματος – είχαν διατυπώσει αρχικά μια αρχική διάθεση για τη Συμφωνία που μετά δεν επιβεβαιώθηκε.
Αναφερόμενος ο κ. Κατρούγκαλος στα ζητήματα που αφορούν στη νομική εγκυρότητα της Συμφωνίας και απαντώντας στα ερωτήματα των εκπροσώπων των κομμάτων, κατέθεσε δήλωση του ειδικού απεσταλμένου του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς ο οποίος αναφέρεται στη ρηματική ανακοίνωση, η οποία – όπως ανέφερε – επιβεβαιώνει ότι ο ίδιος είπε για την ολοκλήρωση της κύρωσης και της διαδικασίας και της συνταγματικής τροποποίησης στη γειτονική χώρα με βάση τη Συμφωνία. «Πέραν αυτών, που ανέφερα ότι η ρηματική ανακοίνωση δεσμεύει – σύμφωνα με το άρθρο 27 της Συνθήκης της Βιέννης – τη γειτονική χώρα, έχουμε πλέον και τη σφραγίδα των Ηνωμένων Εθνών προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού» τόνισε.
Δεδομένου ότι κατά τη χθεσινή συνεδρίαση ζητήθηκε από εκπροσώπους των κομμάτων η απόφαση της Διάσκεψης του 1977 για το θέμα της γλώσσας, ο κ. Κατρούγκαλος την κατέθεσε στην Επιτροπή, όπως και την πιο πρόσφατη ενημέρωση, λέγοντας πως «με πανηγυρικό τρόπο φαίνεται γλώσσα μακεδονική και μακεδονική κυριλλική» και επισημαίνοντας «για να μην ψαρεύουμε σε θολά νερά και τα επιχειρήματά μας να βασίζονται στην πραγματικότητα».
Όπως μάλιστα παρατήρησε ο κ. Κουμουτσάκος, είχε δίκιο αναφέροντας ως τρεις σταθερές της εξωτερικής μας πολιτικής, ως τους βασικούς στόχους για την επίλυση του Μακεδονικού διότι – όπως υπογράμμισε ο κ. Κατρούγκαλος – αυτά έχουν όλα εξασφαλιστεί με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
– Πρώτον, να εξασφαλίσουμε τη μη μονοπώληση του ονόματος και του χώρου της Μακεδονίας το οποίο λύθηκε ως προς το όνομα με το άρθρο 1, με το άρθρο 7 ως προς τα ταυτοτικά θέματα,
– Δεύτερον, να εμποδίσουμε τον σφετερισμό στοιχείων του Πολιτισμού και της Ιστορίας, κάτι που γίνεται στα άρθρα 7 και 8 παρ. 2, και
– Τρίτον, να αποφύγουμε έστω και σκιά για την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας, κάτι που εξασφαλίζεται στα άρθρα 3 και 4 παρ. 3
«Έχει επομένως σαφώς απαντηθεί τι κερδίζουμε από τη Συμφωνία. Πέραν του αυτονόητου ότι άλλαξαν το όνομά τους, άλλαξαν το Σύνταγμα τους, άλλαξαν ήδη το όνομα του αεροδρομίου τους, της εθνικής οδού και μόλις κυρώσουμε εμείς και θέσουμε σε ισχύ τη Συμφωνία, θα πρέπει να αλλάξουν οτιδήποτε αναφέρεται σε “Μακεδονία” κι έχει είτε δημόσιο χαρακτήρα είτε ακόμη κι ιδιωτικό. Αυτό δεν έχει γίνει ποτέ, ούτε καν σε καιρό πολέμου μετά από πλήρη νίκη της άλλης πλευράς» είπε συμπερασματικά ο Γ. Κατρούγκαλος.
Αναφερόμενος στις οικονομικές συνέπειες της Συμφωνίας, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αφού είπε ότι το άθροισμα όλων των βαλκανικών χωρών είναι μικρότερο από το ΑΕΠ της χώρας μας, ενώ το ΑΕΠ της γείτονος είναι 17 φορές μικρότερο, τόνισε ότι η Ελλάδα καθίσταται ο πρώτος οικονομικός εταίρος. «Είναι προφανές λοιπόν ότι αν βάλουμε στην άκρη μια πικρή διαφορά που δηλητηρίαζε τις σχέσεις των λαών, οι δυνατότητες που έχουμε να είμαστε μια από τις βασικές οικονομικές δυνάμεις είναι προφανής» παρατήρησε και προσέθεσε πως οι διατάξεις της Συμφωνίας είναι απόλυτα συμβατές με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και σύμφωνα με την εμπορική συμφωνία, τη Διεθνή Σύμβαση της Μαδρίτης για την εμπορική ιδιοκτησία.
Σχετικώς με το θέμα των «εμπορικών σημάτων», ο αν. υπουργός Εξωτερικών ανέφερε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν χάνουν τίποτα όσον αφορά τα εμπορικά σήματα και ως προς τα προϊόντα ονομασίας προέλευσης και τα προϊόντα γεωγραφικής ένδειξης (αυτά δηλαδή που προστατεύονται με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο). Συμπλήρωσε δε πως όχι απλώς μόνο τα ελληνικά προϊόντα θα έχουν κατοχύρωση, αλλά δεν θα είναι δυνατόν και στο μέλλον παρά μόνον ελληνικά προϊόντα να έχουν παρόμοια κατοχύρωση, διότι προϊόντα ονομασίας προέλευσης έχουν πάντοτε προστασία σε σχέση με μια γεωγραφική περιφέρεια όπως είναι η ελληνική Μακεδονία κι όχι με ολόκληρα κράτη, όπως είναι η Βόρεια, στο μέλλον, Μακεδονία.
Και προφανώς – προσέθεσε – κατά τη διάρκεια της ενταξιακής διαδικασίας (ακριβώς επειδή η υποχρέωση σε κάθε κράτος είναι ο σεβασμός του ευρωπαϊκού κεκτημένου) θα είμαστε σε θέση να ελέγχουμε και σε αυτό το σημείο και σε όλα τα άλλα, την πορεία συμμόρφωσης των γειτόνων μας στις υποχρεώσεις τους. «Εγώ νομίζω δεν θα χρειαστεί, επειδή ακριβώς ο σκοπός της Συμφωνίας είναι να θεμελιώσει εκείνο το περιβάλλον που θα έχουμε πραγματικά καλές σχέσεις συνεργασίας και πραγματικής φιλίας μεταξύ των λαών», εκτίμησε ο κ. Κατρούγκαλος.
«Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο ρητά προβλέπεται ότι η έναρξη της διαδικασίας ένταξης συμφωνείται με τις Πρέσπες κι όχι η εξέλιξη. Σε κάθε σημείο, σε κάθε στάση της ευρωπαϊκής ένταξης θα μπορούμε να έχουμε τον αναγκαίο λόγο», είπε.
Τέλος, ο κ. Κατρούγκαλος απηύθυνε έκκληση προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις για ένα διάλογο στην Ολομέλεια με επιχειρήματα χωρίς διαστρεβλώσεις, παρατηρώντας πως «μιλάμε όχι τόσο πολύ για τη γειτονική χώρα, αλλά για το δικό μας πολιτικό σύστημα και για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να επικοινωνούμε και να συνδιαλεγόμαστε μεταξύ μας, αλλά και απέναντι στους πολίτες που μας ακούνε εισπράττοντας πολιτικό κόστος». Σχολίασε δε τους ισχυρισμούς περί κατασκευασμένων αντιθέσεων με τον Πάνο Καμμένο, λέγοντας «Εκπλήσσομαι. Ήρθε τάχα εδώ ο κ. Καμμένος, στο πλαίσιο μιας σικέ διαμάχης;».