Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ., Νίκος Δένδιας, επισημαίνει -αναφερόμενος στην κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών- ότι «μέσα από μία διαδικασία που προσβάλλει την κοινοβουλευτική διαδικασία η κυβέρνηση επέλεξε να δεσμεύσει τον Ελληνισμό και τις επόμενες γενιές σε μία συμφωνία που ήταν προϊόν κακής διαπραγμάτευσης».
Διαβάστε αποσπάσματα από τη συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
Η κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών δημιουργεί, άραγε, τετελεσμένα που πλέον δεν αλλάζουν; Πώς θα διαχειριστεί το ζήτημα αυτό η Ν.Δ. ως κυβέρνηση;
Παρά την εντονότατη διαφωνία μας και μέσα από μία διαδικασία που προσβάλλει την κοινοβουλευτική διαδικασία, η κυβέρνηση επέμεινε να δεσμεύσει τον Ελληνισμό και τις επόμενες γενιές σε μια συμφωνία που ήταν προϊόν κακής διαπραγμάτευσης.
Το γεγονός και μόνο ότι η συζήτηση έγινε χωρίς να υπάρχει το τελικό σώμα (corpus) του συνταγματικού κειμένου της γειτονικής χώρας, στο οποίο να περιλαμβάνονται οι συνταγματικές τροποποιήσεις που συμφωνήθηκαν μεταξύ των δύο κρατών, φανερώνει την πραγματική πρόθεση της κυβέρνησης.
Την πρόθεσή της, δηλαδή, όχι να επιλύσει ένα πρόβλημα, αλλά να το παραπέμψει στο μέλλον στην πραγματικότητα, λόγω των αρκετών προβληματικών σημείων που εμπεριέχει η συμφωνία, την οποία προβάλλει όμως σαν μία δήθεν «επιτυχία», διχάζοντας παράλληλα τον πολιτικό κόσμο και την κοινωνία για μικροκομματικούς λόγους.
Από την πλευρά μας θα επιχειρήσουμε να διαπραγματευτούμε ό,τι είναι δυνατόν να αλλάξει, χωρίς βεβαίως να απολέσουμε τη θεσμική σοβαρότητά μας.
Οδηγεί, πιστεύετε, η συμφωνία των Πρεσπών σε ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού της χώρας; Ηδη βλέπουμε να επηρεάζει τρία κόμματα (ΑΝ.ΕΛ., ΚΙΝ.ΑΛ., Ποτάμι).
Ανεξάρτητα από άλλες σκοπιμότητες, η κυβέρνηση επιδίωξε και την εργαλειοποίηση της συμφωνίας, με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό της χώρας μας. Βεβαίως, υφίσταται ήδη και ο ΣΥΡΙΖΑ τις συνέπειες, έχοντας καταστεί κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία συνεχίζει να κυβερνά με τη στήριξη «δανεικών» βουλευτών.
Το «κεντροαριστερό» όραμα του κ. Τσίπρα, παρότι είναι ένα εγχείρημα εξαιρετικά αμφίβολης αποτελεσματικότητας, προφανώς έπεισε το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου για την ανάληψη του σχετικού κινδύνου, σε συνδυασμό με τις πιέσεις -ή και τις διαβεβαιώσεις- από παράγοντες εκτός χώρας.
Η πρόθεση αυτή εξηγεί και το γιατί δεν επιδίωξε τη συνεννόηση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ο κ. Τσίπρας, αλλά αντιθέτως επιδίωξε τη διάσπαση του εθνικού μετώπου, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στο παρελθόν.
Δεν μπορεί όμως η εξωτερική πολιτική της χώρας μας να γίνεται υποχείριο κομματικών συμφερόντων και αδιαφανών σκοπιμοτήτων ούτε στο βωμό αυτό να θυσιάζονται τα εθνικά μας συμφέροντα.