Στο 33,0% του ΑΕΠ ανήλθαν το 2017 (17,8% αγαθά και 15,2% υπηρεσίες) οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από 22,1% το 2010 και 14,4% το 1995, τονίζει η Eurobank στο «7 ημέρες οικονομία».
Σύμφωνα με την έκθεση της Eurobank, το αντίστοιχο μέγεθος των ελληνικών εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ήταν 34,0% το 2017 (28,1% αγαθά και 5,9% υπηρεσίες) από 30,7% το 2010 και 22,7% το 1995.
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία το 2017 εξήγαγε προς και εισήγαγε από χώρες της αλλοδαπής, αγαθά και υπηρεσίες των οποίων η αξία – σε τρέχουσες και σε σταθερές τιμές – αντιστοιχούσε σε μεγαλύτερο ποσοστό της αξίας της εγχώριας παραγωγής της, τόσο σε σύγκριση με το 2010 όσο και με το 1995.
Συνεπώς, η λογιστική βαρύτητα του ρυθμού μεταβολής των εξαγωγών και των εισαγωγών στον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, είναι σήμερα αρκετά υψηλότερη σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 2010, πόσο μάλλον σε σύγκριση με τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Ωστόσο, παραμένει αρκετά χαμηλότερη σε σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 Κρατών Μελών (εξαγωγές 45,7% και εισαγωγές 41,9% του ΑΕΠ) και της Ευρωζώνης (47,3% και 42,6% του ΑΕΠ).
Αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο 2010-2017 η ενίσχυση των προαναφερθέντων μεριδίων των συνιστωσών δαπάνης του εξωτερικού τομέα οφείλεται σε έναν βαθμό στη συρρίκνωση της πίτας της εγχώριας παραγωγής, δηλαδή στην πτώση του ονομαστικού και του πραγματικού Ακαθαρίστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).
Επί παραδείγματι, την περίοδο 2010-2017 το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε σωρευτικά κατά -20,3% ή -€45,8 δισ. σε τρέχουσες τιμές (-17,2% σε σταθερές τιμές) ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ενισχύθηκαν σωρευτικά κατά 19,0% ή €9,5 δισ. σε τρέχουσες τιμές (19,6% σε σταθερές τιμές), τονίζει η Eurobank.
Η άνοδος του αριθμητή και η πτώση του παρονομαστή οδήγησαν στην αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών κατά 10,9 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ) του ονομαστικού ΑΕΠ (9,8 ΠΜ του πραγματικού ΑΕΠ). Για την ίδια περίοδο (2010-2017), οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν σωρευτικά κατά -11,7% ή -€8,2 δισ. σε τρέχουσες τιμές (-6,8% σε σταθερές τιμές) και ως εκ τούτου η αύξηση του μεριδίου τους κατά 3,3 ΠΜ του ονομαστικού ΑΕΠ (3,9 ΠΜ του πραγματικού ΑΕΠ) προήλθε αποκλειστικά από την επίδραση της πτώσης του παρονομαστή.