Οι κύριες τάσεις και τα κρίσιμα θέματα του ναυτιλιακού κλάδου παρουσιάστηκαν από την PwC Ελλάδας στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Ετήσια Οικονομική Ενημέρωση του Ναυτιλιακού Κλάδου».
Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν περισσότερα από 100 ανώτερα στελέχη των οικονομικών τμημάτων πλήθους ναυτιλιακών εταιρειών και ενημερώθηκαν για κύρια τρέχοντα θέματα τα οποία σύμφωνα με τους οι ειδικούς της PwC θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους οι ναυτιλιακές εταιρείες κατά τον σχεδιασμό των στρατηγικών τους όπως:
● Τις κανονιστικές εξελίξεις όπως o κανονισμός IMO 2020 σχετικά με τα καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας θείου, η στρατηγική του IMO για την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, οι νέοι κανονισμοί της ΕΕ αλλά και η ανάγκη των ναυτιλιακών εταιρειών για συνεχή ενημέρωση και συμμόρφωση με αυτούς
● Τα λογιστικά ζητήματα που προκύπτουν από τα US GAAP και IFRS και αφορούν στις αποφάσεις για επένδυση και εγκατάσταση scrubbers
● Τη σημασία της τεχνολογίας στη ναυτιλία, τις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις και ο τρόπος με τον οποίο τα οικονομικά τμήματα των ναυτιλιακών εταιριών μπορούν να επωφεληθούν από τις λύσεις που προσφέρει η τεχνολογία
● Τις πρόσφατες τάσεις στον χώρο των Εξαγορών & Συγχωνεύσεων (Ε&Σ) στη ναυτιλία και τα βασικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα οικονομικά τμήματα κατά την διενέργεια του due diligence.
Για τους ειδικούς της PwC, οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί στη ναυτιλία θα συνεχίσουν να αποτελούν την κύρια πρόκληση για τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι αναμένονται και νέοι κανονισμοί τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε τοπικό επίπεδο. Σύμφωνα με την κα Έλενα Αθουσάκη, επικεφαλής του τμήματος Maritime Sustainability της PwC Ελλάδας, η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και o κανονισμός IMO 2020 που αφορά τα καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο κυριαρχούν στις ατζέντες των ναυτιλιακών εταιρειών, έχοντας δυστυχώς πολλές άγνωστες παραμέτρους που θα μπορούσαν να τις επηρεάσουν. Η εκτίμηση του κόστους συμμόρφωσης και της καλύτερης δυνατής επιλογής για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας δεν θα είναι μια εύκολη άσκηση. Θα πρέπει να διεξαχθεί αξιολόγηση κινδύνου με διαφορετικά σενάρια, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του κάθε πλοίου, τη δυναμική του κλάδου εφοδιασμού καυσίμων, καθώς επίσης και τα τεχνικά, λειτουργικά, οικονομικά και εμπορικά χαρακτηριστικά του στόλου κάθε εταιρείας.
Η στρατηγική IMO GHG αποτελεί άλλη μια μεγάλη πρόκληση αλλά και σαφή ένδειξη για τον κλάδο ότι ο απώτερος στόχος είναι η εξάλειψη εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τα πλοία. Οι εταιρείες χρειάζεται να λάβουν ουσιαστικά μέτρα και να εξετάσουν τη χρήση τεχνολογιών και καυσίμων χαμηλού ή μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα, ιδιαίτερα κατά τη χρηματοδότηση ή ναυπήγηση πλοίων, καθώς θα δεσμευτούν για μεγάλο χρονικό διαστήματα κατά τα οποίο οι νέοι κανονισμοί για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα αρχίσουν να ισχύουν. Επίσης θα χρειαστεί να αξιολογήσουν όλες τις επιλογές, τις επιπτώσεις και τους κινδύνους που συνδέονται με το σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας μελλοντικά βιώσιμης στρατηγικής. Για τον σκοπό αυτό, οι ναυτιλιακές εταιρείες θα πρέπει να δρομολογήσουν ένα σχέδιο δράσης για το άμεσο μέλλον και να το ενσωματώσουν στα μελλοντικά επιχειρησιακά τους σχέδια και στρατηγικές.
Όσες εταιρείες αποφασίσουν να εγκαταστήσουν scrubbers, θα βρεθούν αντιμέτωπες με τη λογιστικοποίηση και χρηματοοικονομική αναφορά που απορρέει από τη στρατηγική τους αυτή. Σύμφωνα με την κα Santos Equitz, Managing Director, T&L Leader & Capital Markets, η αξιολόγηση των λογιστικών χειρισμών και της ορθής χρηματοοικονομικής αναφοράς θα πρέπει να λάβει υπόψη θέματα όπως αν πληρούνται τα κριτήρια κεφαλαιοποίησης για τα scrubbers, την επιλογή κατάλληλης ωφέλιμης ζωής αυτών, την επίδραση που θα έχουν στις μελλοντικές χρηματοροές κατά τον έλεγχο απομείωσης των παγίων στοιχείων και της συνεχιζόμενης δραστηριότητας της κάθε εταιρείας και την πιθανή επίδραση των εναλλακτικών τρόπων χρηματοδότησης των scrubbers.
Επιπλέον, καθώς η τεχνολογία κυριαρχεί στον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων, τα οικονομικά τμήματα των ναυτιλιακών εταιρειών δεν θα πρέπει να μείνουν πίσω όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό τους. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Ποταμίτη, Director, Applications της PwC Ελλάδας, η ενοποίηση συστημάτων, η κατάρτιση προϋπολογισμού και η αυτοματοποίηση των αναφορών & ενοποίησης στοιχείων αποτελούν τις προκλήσεις που χρειάζεται να αντιμετωπίσουν οι εταιρείες στον τομέα της διαχείρισης επιχειρησιακών εφαρμογών και μέτρησης απόδοσης.
Πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη ακρίβειας και πληρότητας των πληροφοριών αποτελεί το βασικό μειονέκτημα των μη-ενοποιημένων συστημάτων, παράλληλα με την έλλειψη μιας κοινής γλώσσας μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων. Η εγκατάσταση ενός συστήματος παραγωγής αναφορών δε θα επιλύσει από μόνη της τα παραπάνω ζητήματα εάν οι πληροφορίες δεν είναι ακριβείς και λεπτομερείς όταν καταχωρούνται. Επομένως, η εφαρμογή ενός ενοποιημένου συστήματος θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα προς την αλλαγή, ενώ η εφαρμογή ενός συστήματος κατάρτισης προϋπολογισμού θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια κοινή γλώσσα μεταξύ των τμημάτων. Κατά το στάδιο της προετοιμασίας για την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος, το οικονομικό τμήμα οφείλει να διασφαλίσει ότι εφαρμόζονται οι διαδικασίες και ότι τα δεδομένα είναι διαθέσιμα, ακριβή και έτοιμα για μετάβαση στο νέο σύστημα.
Με στόχο την ενίσχυση της απόδοσης του οικονοµικού τμήματος, η PwC έχει προετοιμάσει μία πρότυπη εφαρμογή η οποία βασίζεται σε προηγμένη τεχνολογία και η οποία καλύπτει τα τμήματα των οικονομικών Υπηρεσιών και των Προμηθειών για τις ναυτιλιακές εταιρείες. Η πλατφόρμα αυτή διασυνδέεται με άλλες εξειδικευμένες εφαρμογές του κλάδου και εμπεριέχει την ολοκληρωμένη λύση της PwC για τη Διαχείριση Εγγράφων με πρότυπες ροές εργασίας και εγκρίσεις. Η ενοποίηση της πληροφορίας και των διαφορετικών υποσυστημάτων, η έγκαιρη λογιστικοποίηση των αγορών, η διαχείριση των αποθεμάτων καθώς και η παρακολούθηση της ταμιακής θέσης, των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων, είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά από τα οποία μπορούν να ωφεληθούν τα οικονομικά τμήματα. Η επόμενη έκδοση της πλατφόρμας θα περιλαμβάνει επίσης εφαρμογές για τη Διαχείριση της Απόδοσης των Πλοίων και της Συντήρησης του Εξοπλισμού.
Τέλος, οι Εξαγορές και Συγχωνεύσεις στον χώρο της ναυτιλίας αυξήθηκαν σημαντικά κατά το προηγούμενο έτος, κάτι που τα οικονομικά τμήματα θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους όταν σχεδιάζουν την στρατηγική ανάπτυξης των εταιρειών τους. Η PwC έχει συμμετάσχει σε αρκετές συναλλαγές Ε&Σ και ο κ. Ιωάννης Βώβος, Director, Deals, μοιράστηκε με το κοινό τις απόψεις του για το θέμα, την πρόσφατη τάση και ορισμένα πρακτικά ζητήματα που απασχολούν τα στελέχη ναυτιλιακών εταιρειών μέσα από πρόσφατες πρακτικές εμπειρίες συναλλαγών Ε&Σ στο χώρο της ναυτιλίας. Μεσοπρόθεσμα, και για όσο διάστημα οι παγκόσμιες αγορές παραμένουν ευμετάβλητες, οι αμερικανικές αγορές χρήματος θα παραμείνουν “κλειστές” για ναυτιλιακές εταιρείες οι οποίες αναζητούν να αποκτήσουν πρόσβαση μέσω Δημόσιων Προσφορών (IPOs). Στον αντίποδα, αναμένουμε ο αριθμός και όγκος συναλλαγών Ε&Σ στη ναυτιλία να διατηρήσει τουλάχιστον τους ίδιους ρυθμούς με το 2018, καθώς τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια που έχουν λάβει θέσεις στο μετοχικό κεφάλαιο ναυτιλιακών εταιρειών τα προηγούμενα χρόνια θα συνεχίσουν να επιδιώκουν την επανατοποθέτησή τους σε περισσότερο «ρευστές» και «εμπορεύσιμες» μετοχές (π.χ. ήδη εισηγμένων εταιρειών) ή να αποσυρθούν από τοποθετήσεις καθώς πλησιάζουν στο τέλος του επενδυτικού τους ορίζοντα (συνήθως έως 5 χρόνια). Γενικά, οι συναλλαγές Ε&Σ στη ναυτιλία είναι πιο περίπλοκες από τις απλές αγοραπωλησίες πλοίων, απαιτούν περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωσή τους (συνήθως 4-6 μήνες μόνο κατά τη φάση εκτέλεσης) και αποσπούν την προσοχή της Διοίκησης και των οικονομικών τμημάτων από τις καθημερινές τους λειτουργίες. Η διεξαγωγή λεπτομερούς due diligence σε περιπτώσεις συναλλαγών Ε&Σ αποτελεί πολύτιμο εργαλείο που στοχεύει στην προστασία της αξίας για τους μετόχους, παρέχει ισχυρά επιχειρήματα κατά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών και βοηθά τις Διοικήσεις και τους μετόχους των εταιρειών στη λήψη καλύτερα τεκμηριωμένων επενδυτικών αποφάσεων.
Η κα Santos Equitz, Managing Director, T&L Leader and Capital Markets, της PwC Ελλάδας πρόσθεσε: «Το 2018 αποτέλεσε μια δραστήρια χρονιά για τις Ε&Σ στη ναυτιλία. Είτε εάν κάποια συμφωνία αποτέλεσε μια ευκαιριακή κίνηση για τη δημιουργία μιας μεγαλύτερης εταιρείας που θα έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε κεφάλαια, είτε για τη συγχώνευση συμπληρωματικών στόλων ή την είσοδο σε μια νέα αγορά, δεν υπάρχει κάποιο ενιαίο μοντέλο για μια επιτυχημένη συμφωνία. Αν εξετάζετε μια πιθανή συναλλαγή σε κεφαλαιαγορά, η PwC Ελλάδας έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύσει και να υποστηρίξει τη Διοίκηση και τα στελέχη των οικονομικών τμημάτων σε όλα τα σημαντικά στάδια μιας διαπραγμάτευσης Ε&Σ, αλλά και σε ολόκληρη τη διαδικασία του due diligence».
Ο κ. Σωκράτης Λεπτός, Partner, Global Shipping & Ports Leader, της PwC, σχολιάζει σχετικά: «Σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο περιβάλλον, οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις καλούνται να λάβουν αποφάσεις σε ένα φάσμα κρίσιμων ζητημάτων όπως η δημιουργία ενός βιώσιμου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η βελτίωση της επιχειρησιακής απόδοσης, η συμμόρφωση με τις νέες περιβαλλοντικές απαιτήσεις, η βελτίωση των εσωτερικών και εξωτερικών αναφορών (reports) ώστε να πραγματοποιούνται με έγκυρο και έγκαιρο τρόπο, και η αφομοίωση των τελευταίων τεχνολογιών έτσι ώστε να αυξηθούν οι αποδόσεις για όλους τους μετόχους. Έχοντας μεγάλη εμπειρία στον ναυτιλιακό τομέα, η PwC έχει καταφέρει να αναπτύξει πρακτικές, λύσεις και μία εμπεριστατωμένη οπτική, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να μπορεί να υποστηρίξει τις ναυτιλιακές εταιρείες στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων και να τις διευκολύνει στη λήψη αποφάσεων. Μέσω των εκδηλώσεων που διοργανώνουμε, όπως η ετήσια οικονομική ενημέρωση για τον κλάδο της ναυτιλίας, έχουμε την ευκαιρία να ενημερώσουμε τα στελέχη του χώρου και να μοιραστούμε την εμπειρία και τεχνογνωσία μας μαζί τους».