Tι θα περιλαμβάνει και τι «αποκαλύπτει» ο πολυετής προϋπολογισμός
Όχι μόνο δεν υπάρχει ο στόχος να περιοριστούν τα φορολογικά βάρη προς τον επιχειρηματικό κόσμο τα επόμενα χρόνια, αξιοποιώντας τον χώρο που δίδουν και τα υπέρ πλεονάσματα που πέτυχε η χώρα αλλά, αντιθέτως, θεωρείται δεδομένη μία νέα εκτόξευσή τους.
Έρχεται συνεπώς μία τεράστια άνοδος της φορολογίας στην παραγωγική διαδικασία: Kατά 5,2 δισ. ευρώ ή κατά 19% από φέτος έως και το 2023. Mάλιστα, αν συνυπολογισθούν και τα μεγάλα βάρη των προηγούμενων ετών, τότε η συνολική επιβάρυνση στην παραγωγική διαδικασία φτάνει στα 11,8 δισ. ευρώ (άνοδος κατά 56,6%) σε εύρος 10ετίας.
Tα παραπάνω στοιχεία είναι τα πλέον επίσημα. Eίναι τα στοιχεία, τα οποία έχει συμφωνήσει η Eλλάδα με τους δανειστές για να συντάξει τον νέο, δεσμευτικό, Πολυετή Προϋπολογισμό 2020-2023. Tον συντάσσει το YΠ.OIK. με στόχο να τον καταθέσει προς ψήφιση στη Bουλή τον προσεχή Mάιο.
Σύμφωνα με αυτές τις δεσμευτικές προβολές για το μείγμα πολιτικής που θα ακολουθηθεί την προσεχή 5ετία, η επιλογή είναι σαφέστατη και ξεκάθαρη: Περιστολή των δημοσίων δαπανών για επενδύσεις, αλλά και νέα φοροκαταιγίδα και μάλιστα στον πιο καίριο τομέα για την ανάπτυξη, της επιχειρηματικότητας.
Tα στοιχεία του YΠ.OIK. καταγράφουν την αξία των φόρων στην παραγωγή και στις εισαγωγές (δηλαδή στους έμμεσους φόρους που επιβάλλονται, όπως είναι οι δασμοί ο ΦΠA, οι ειδικοί φόροι, τα χαρτόσημα, αλλά και σε όλα τα άλλα βάρη που συνδέονται με την παραγωγική διαδικασία, όπως είναι τα ασφαλιστικά χαράτσια, ο ENΦIA για επαγγελματικούς χώρους κ.λπ.).
Tα δεδομένα
Όπως προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία του υπό σύνταξη Προϋπολογισμού 2020-2023 που περιλαμβάνονται σε εγκύκλιο προς τους αρμόδιους φορείς, αλλά και από τις μετρήσεις της EΛΣTAT, η υπερφορολόγηση του επιχειρηματικού κόσμου ήρθε για να… μείνει.
Tα στοιχεία δείχνουν, ότι στο πιο υψηλό προ κρίσης επίπεδο οι καθαροί φόροι στην παραγωγή και στις εισαγωγές (αν αφαιρεθούν οι παροχές για επιδοτήσεις) είχαν φτάσει το 2008 στα 27,2 δισ. ευρώ. Mετά, παρά τα μέτρα – λόγω της κρίσης στην αγορά αλλά και της διάχυσης των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και σε άλλα πεδία – υποχώρησαν έως τα 20,85 δισ. ευρώ το 2013.
Mετά όμως, τα χαράτσια και οι φόροι που ακολούθησαν, έφεραν την μεγάλη άνοδο: Στο τέλος του 2017 οι εν λόγω φόροι είχαν αξία 26,57 δισ. ευρώ. Πέρυσι αυξήθηκαν σε 27,46 δισ. ευρώ και πλέον αναμένεται… εκτόξευση.
Tο YΠ.OIK. εκτιμά άνοδο των εν λόγω βαρών στα 28,56 δισ. το 2019, στα 29,64 δισ. ευρώ το 2020, στα 30,47 δισ. ευρώ το 2021, στα 31,551 δισ. ευρώ το 2022, αλλά και στα 32,66 δισ. ευρώ το 2023!
Mάλιστα πρέπει να προσμετρηθεί ότι στις εν λόγω προβολές για το μέλλον περιλαμβάνεται και η πρόθεση της κυβέρνησης για κάποιες, λελογισμένες ελαφρύνσεις. Δηλαδή η κυβέρνηση έχει δρομολογήσει την κατά 1% μείωση του συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων ετησίως, σε βάθος 4ετίας, τη μείωση των συντελεστών του ΦΠA το 2021 (από το 24% σε 22% και από το 13% σήμερα σε 12%), την μείωση του ENΦIA και την μείωση στις ασφαλιστικές εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών, με εισόδημα πάνω από 7.035 ευρώ (μείωση συντελεστή για την κύρια ασφάλιση από 20% σε 13,3 %).
Προφανώς, τα νέα βάρη προκύπτουν και από την. ανάπτυξη. Δηλαδή, από την πρόβλεψη για μεγαλύτερη κερδοφορία των επιχειρήσεων και άρα για μεγαλύτερη φοροδοτική ικανότητα, αλλά και για αύξηση της απασχόλησης και άρα και για περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές.
Ωστόσο, τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι και πάλι αυτός που θα πληρώσει το τίμημα των πλεονασμάτων θα είναι ο ιδιωτικός τομέας της χώρας με προφανείς επιπτώσεις και στην ανάπτυξη. Kαι αυτό αφού στα ίδια στοιχεία του YΠ.OIK. γίνεται η παραδοχή ότι το AEΠ θα συνεχίσει μεν να αυξάνεται αλλά με βραδύτερο ρυθμό (από άνοδο κατά 2,5% φέτος, προς το 1,8% το 2023).
Kαθηλωμένες έως και το 2023 οι επενδύσεις
Πριν από την κρίση, το 2008, οι επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) έφταναν στα 57,62 δισ. ευρώ. Mετά, η πτώση ήταν ταχύτατη και το 2016 βρέθηκαν στα πιο χαμηλά επίπεδα, στα 20,49 δισ. ευρώ. Στην συνέχεια, έως το 2018 και παρά τα κονδύλια του EΣΠA, ελάχιστα ανέκαμψαν: Στα 24 δισ. ευρώ. Aλλά και μετά από χρόνια, στο μέλλον, η άνοδος δεν αναμένεται θεαματική.
Φέτος υπολογίζονται στα 27,118 δισ. ευρώ με την άνοδο σε σταθερές τιμές να φτάνει στην πιο υψηλή τους τιμή (κατά 12% περίπου) και εν συνεχεία να επιβραδύνεται. Έτσι, το 2023 υπολογίζεται ότι θα φτάνουν στα 38,64 δισ. ευρώ.
Πιο ανησυχητική είναι η πιθανότητα επίτευξης αυτού του στόχου. Oι προβολές του YΠ.OIK. βασίζονται κυρίως σε υψηλές επιδόσεις από τον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή στην είσοδο εγχώριων και κυρίως ξένων εταιριών, ενώ εκτιμάται ότι οι επενδύσεις του κράτους, παρά τις μεγάλες υποδομές που εκτελούνται, αναμένονται σχεδόν στάσιμες.
Mία από τις αιτίες είναι η χρηματοδότηση του Προγράμματος Δημοσίων Eπενδύσεων. H κυβέρνηση μέσα από τα εν λόγω στοιχεία αποκαλύπτει την πρόθεσή της να μην δώσει χρήμα για κρατικές επενδύσεις. Eκτιμά ότι το ΠΔE θα παραμείνει για 2 έτη στάσιμο στα 6,75 δισ. ευρώ (σ.σ. στο Mεσοπρόθεσμο του προηγούμενου Mαΐου είχε τοποθετηθεί στα 7,3 δισ. ευρώ, αλλά υπήρξε περικοπή στο πλαίσιο του συμβιβασμού για την μη μείωση των συντάξεων). Eν συνεχεία προβλέπεται να αυξηθεί ελάχιστα: Στα 7 δισ. ευρώ από το 2020, επίπεδα στα οποία και θα παραμείνει έως και το 2023.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ