Η κυβέρνηση, πάντως, θα συνεχίσει τη «μάχη» για την επέκταση της προστασίας και σε αυτή την κατηγορία δανειοληπτών
Ούτε στην αυριανή συνεδρίαση του Eurogroup αναμένεται να «ανάψει πράσινο» για να καταθέσει η κυβέρνηση στη Βουλή το σχέδιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας, ενώ εγκαταλείπονται οι σκέψεις για μονομερή πρωτοβουλία, που θα έφερναν την κυβέρνηση μπροστά σε κατηγορίες για παραβίαση της ευρωπαϊκής Συνθήκης.
Στις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις των προηγούμενων ημερών και αφού επιχειρήθηκε, σε συνάντηση Τσακαλώτου – Στουρνάρα, μια προσέγγιση με την Τράπεζα της Ελλάδος διατυπώθηκε από την Αθήνα η πρόταση να εξετασθεί το θέμα της πρώτης κατοικίας σε μια έκτακτη συνεδρίαση του Euro Working Group, ώστε αυτό να εισηγηθεί θετικά προς το Eurogroup και να κλείσει το θέμα στην αυριανή συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης.
Όμως, οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν δεκτές από τους Ευρωπαίους, καθώς προσκρούουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία επιμένει να εφαρμοσθούν στο ακέραιο όσα προβλέπει η Ευρωπαϊκή Συνθήκη, δηλαδή να υπάρξει πρώτα μια σοβαρή μελέτη επιπτώσεων της ρύθμισης στις τράπεζες από την Τράπεζα της Ελλάδος και, βάσει αυτής, να εκδοθεί η νομική γνωμοδότηση της ΕΚΤ, που προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Συνθήκη.
Εν προκειμένω, όπως εξηγούν καλά ενημερωμένες πηγές, το θέμα δεν τίθεται πρωτίστως στο πλαίσιο των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων της Αθήνας, αλλά ως ζήτημα εφαρμογής των ευρωπαϊκών κανόνων που ισχύουν για όλα τα κράτη, τους οποίους μνημόνευσε και η ΕΚΤ στην πρώτη γνωμοδότησή της για την πρώτη κατοικία, που εκδόθηκε με βάση το αρχικό σχέδιο της κυβέρνησης και ήταν εξαιρετικά αυστηρή, αν όχι ευθέως απορριπτική.
Όπως σημείωνε η ΕΚΤ, «η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της ΕΚΤ βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην έκτη περίπτωση του άρθρου 2 παράγραφος 1 της απόφασης 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου1, καθώς το σχέδιο νόμου αφορά κανόνες εφαρμοστέους σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στο βαθμό που αυτοί επηρεάζουν ουσιωδώς τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αγορών, και τα ειδικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης».
Περαιτέρω, στην ίδια γνωμοδότηση, η ΕΚΤ ξεκαθάριζε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι δεν θα μπορούσε να βασίσει τη γνωμοδότησή της στις εκτιμήσεις επιπτώσεων που έχουν γίνει από τις ίδιες τις συστημικές τράπεζες, καθώς απαιτεί την εμπλοκή της Τράπεζας της Ελλάδος στη διαβούλευση.
«Η ΕΚΤ συστήνει στην αιτούσα αρχή», τονιζόταν στη γνωμοδότηση, «να διαβουλευτεί ουσιαστικά και έγκαιρα με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος υπό την ιδιότητά της ως της εθνικής αρχής μακροπροληπτικής εποπτείας, διότι οι διαβουλεύσεις μπορούν να αποσαφηνίσουν πτυχές του σχεδίου νόμου που δεν είναι άμεσα εμφανείς».
Με αυτά τα δεδομένα, το «βέτο» του Μάριο Ντράγκι στην προώθηση της ρύθμισης πρέπει να θεωρείται βέβαιο στο αυριανό Eurogroup, γι’ αυτό και η κυβέρνηση, πέραν από μια προσπάθεια που θα γίνει από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο να βελτιώσει το κλίμα, δεν αναμένεται να επιμείνει να αποσπάσει έγκριση για την κατάθεση του σχεδίου στη Βουλή.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα ακολουθηθεί η «ορθόδοξη» διαδικασία, δηλαδή η Τράπεζα της Ελλάδος θα ετοιμάσει έκθεση επιπτώσεων της ρύθμισης και στη βάση αυτής της έκθεσης θα γίνει ενδεχόμενη αναπροσαρμογή των ρυθμίσεων, ώστε να μπορέσει η κυβέρνηση να αποσπάσει μια θετική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, πιθανότατα θα οδηγηθούμε σε νέα εκδήλωση πιέσεων από την ΕΚΤ για το κλείσιμο της περιμέτρου της ρύθμισης, με την εξαίρεση όσων έχουν πτωχευτική δυνατότητα, δηλαδή εμπόρων και επαγγελματιών που έχουν λάβει επιχειρηματικά δάνεια λιανικής με ενέχυρο την πρώτη τους κατοικία.
Η κυβέρνηση, πάντως, θα συνεχίσει τη «μάχη» για την επέκταση της προστασίας και σε αυτή την κατηγορία δανειοληπτών, καθώς αποτελεί βασική προτεραιότητά της να καταδείξει ότι κάτι νέο πέτυχε να προστεθεί στον παλαιό νόμο Κατσέλη (που εξαιρούσε εξαρχής τους έχοντες πτωχευτικό δικαίωμα), αλλά και να αποφύγει το ενδεχόμενο πλειστηριασμών κατοικιών εμπόρων και επαγγελματιών πριν τις εκλογές.