Ο επικεφαλής των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών Ούντο Μπούλμαν ήταν ο τελευταίος υψηλόβαθμος αξιωματούχος που επισκέφθηκε την Ελλάδα, σε μία συγκυρία κρίσιμη, ανάμεσα στην επιτυχημένη έκδοση δεκαετούς ομολόγου και στη μετ΄επαίνων απόρριψη για την εκταμίευση της τελευταίας δόσης από το Γιούρογκρουπ. Ποιά εικόνα έχει σχηματίσει ο ίδιος για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος το περασμένο καλοκαίρι;
«Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα σταθεί και πάλι στα πόδια της» λέει ο Γερμανός πολιτικός στην Deutsche Welle. «Οι Έλληνες ολοκλήρωσαν τα προγράμματα με τις δικές τους δυνάμεις και αυτό είναι ένα καλό σημάδι. Θεωρώ ότι ακολουθεί ένα καλό καλοκαίρι, με αυξημένα έσοδα από τον τουρισμό. Από κει και πέρα ελπίζουμε, επιτέλους, σε βιώσιμη ανάπτυξη και βελτίωση στην αγορά εργασίας».
Η επίσκεψη Μπούλμαν στην Αθήνα πήρε έντονη δημοσιότητα. Προκάλεσε όμως και σχόλια, καθώς ο ίδιος μίλησε σε πολιτική εκδήλωση, στην οποία συμμετείχε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, αλλά δεν παρέστησαν σημαντικά στελέχη από το ελληνικό κομμάτι της σοσιαλιστικής ομάδας. Πώς σχολιάζει ο ίδιος την εξέλιξη αυτή; «Δεν είναι ακριβές αυτό», επισημαίνει ο Ούντο Μπούλμαν. «Ήταν παρών ο Μίλτος Κύρκος, που έχει σημαντική θέση αναπληρωτή στην ομάδα, όπως και η πρώην υπουργός Εργασίας Λούκα Κατσέλη, επί σειρά ετών στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Είναι αλήθεια ότι προκλήθηκαν συζητήσεις. Αλλά εμείς δεν κάνουμε συζήτηση περί εσωτερικής πολιτικής, δεν θέλουμε να επηρεάσουμε την εσωτερική κατάσταση στα κράτη-μέλη. Ερχόμαστε ως Ευρωπαίοι πολιτικοί που παρουσιάζουν το πρόγραμμά τους για την επόμενη πενταετία. Πάμε στη Μαδρίτη, πάμε στη Λισαβόνα, συζητούμε με την κοινωνία. Αυτό κάνουμε παντού, αυτό κάναμε και στην Αθήνα».
«Θα ψάχνουμε μνημόνιο και δεν θα βρίσκουμε»
Κριτική στους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης εκφράζει ο Μανώλης Κεφαλογιάννης. Ο επικεφαλής των ευρωβουλευτών της Ν.Δ. επισημαίνει ότι η αντιπολίτευση στήριξε την πρόσφατη έκδοση δεκαετούς ομολόγου αλλά επιμένει ότι η οικονομική ανάπτυξη προϋποθέτει επενδύσεις, οι οποίες δεν έρχονται. «Πρέπει να γίνουν γιγαντιαίες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» λέει ο Έλληνας ευρωβουλευτής στην Deutsche Welle. «Αυτά πρέπει να έχουν μία βάση, που είναι η σωστή λειτουργία της διοίκησης, η άμεση απονομή της δικαιοσύνης και ένας εθνικός προσανατολισμός ότι θέλουμε τις επενδύσεις στην Ελλάδα. Όχι τις ιδεοληψίες του παρελθόντος».
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση φαίνεται να συμφωνούν ότι η Ελλάδα δεν επείγεται για άμεση ενίσχυση από τους Ευρωπαίους εταίρους, καθώς έχει εξασφαλίσει ένα δημοσιονομικό «μαξιλάρι» για να καλύψει τις ανάγκες μέχρι το 2021. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι αυτό οφείλεται στην πολιτική που ακολουθεί, η αντιπολίτευση το αποδίδει στην εξοντωτική φορολογία, αλλά και σε μία ιδιότυπη «στάση πληρωμών» του Δημοσίου προς τους ιδιώτες. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, επισημαίνει ο Μανώλης Κεφαλογιάννης, «αυτό που με ανησυχεί εμένα ότι αν η Ελλάδα με αξιοπρέπεια δεν βγει στις αγορές για να μπορεί να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της και την εσωτερική της πολιτική, θα δαπανήσουμε όλα τα χρήματα που μας έχει δώσει ως μαξιλάρι η ΕΕ και το 2020-22 θα ψάχνουμε μνημόνιο και δεν θα βρίσκουμε… Κανείς δεν θα μας δίνει ούτε ένα ευρώ για να χρηματοδοτήσουμε τις ανάγκες μας. Και τότε θα μπούμε σε έναν άλλον φαύλο κύκλο».
«Παιχνίδι εξουσίας» η αναβολή της δόσης;
Μπορεί τα μηνύματα από τις αγορές να ήταν ενθαρρυντικά- σε σύγκριση τουλάχιστον με τα παλαιότερα, απαγορευτικά σπρεντ των ελληνικών ομολόγων-, αλλά η πρόσφατη απόφαση του Γιούρογκρουπ να αναβάλει την εκταμίευση ενός δισεκατομμυρίου ευρώ (ποσού που προέρχεται από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων) προκάλεσε ερωτήματα και θύμισε μνημονιακές εποχές. Η Γκάμπι Τσίμερ, επικεφαλής της Κ.Ο. της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στο Στρασβούργο, κάνει λόγο για «παιχνίδια εξουσίας», τα οποία συνεχίζονται και μετά την έξοδο από τα μνημόνια.
«Νομίζω είναι το γνωστό παιχνίδι για να κρατηθεί η Ελλάδα υπό πίεση», υποστηρίζει. «Γνωρίζουν ότι η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αξιοποιήσει τα όποια περιθώρια υπάρχουν, για να εφαρμόσει επιτέλους μέτρα για τη στήριξη των κοινωνικά ασθενέστερων. Πιστεύω ότι θα ξαναδούμε ένα παιχνίδι εξουσίας. Αλλά ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι το τέλος του προγράμματος δεν σημαίνει και το τέλος των πιέσεων προς την Ελλάδα».