Στο Συμπόσιο με θέμα “Κλιματική Αλλαγή: Απειλές, Προκλήσεις και Λύσεις για την Ελλάδα”, που συνδιοργάνωσαν το ACG Κέντρο Αριστείας για τη Βιωσιμότητα και ·το Πρόγραμμα Περιβαλλοντικών Σπουδών ·Deree, με τη στήριξη του ερευνητικού κέντρου «Αθηνά» και υπό την αιγίδα της Τράπεζας της Ελλάδας, ο Αν. ΥΠΕΝ Σωκράτης Φάμελλος τόνισε την ανάγκη άμεσης ανταπόκρισης των σύγχρονων κοινωνιών απέναντι σε μία από τις μεγαλύτερες απειλές, που είναι η κλιματική αλλαγή, σημειώνοντας ότι η Ελλάδα είναι θερμός υποστηρικτής των ευρωπαϊκών στόχων κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Προκειμένου να επιτευχθεί ο μεγαλύτερος στόχος, που είναι η κλιματική ουδετερότητα, έως το 2050, χρειάζονται ουσιαστικές αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία: “Η Ελλάδα βιώνει ήδη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και ενισχύει τις πολιτικές και τα εργαλεία για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή”, είπε ο Αν. ΥΠΕΝ, δίνοντας ως παράδειγμα την επίσημη έναρξη του Ολοκληρωμένου Έργου LIFE-IP AdaptInGR, συνολικού προϋπολογισμού 14,2 εκατ. ευρώ, το οποίο στοχεύει στην προώθηση της εφαρμογής της Εθνικής Στρατηγικής για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή και των Περιφερειακών Σχεδίων Προσαρμογής, τα οποία εκπονούνται από τις Περιφέρειες της χώρας”.
Ωστόσο, ο Αν. ΥΠΕΝ επεσήμανε ότι για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τη συνολική αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών θεμάτων, “δεν αρκούν οι διακηρύξεις και οι δηλώσεις, χρειάζονται δράσεις και απτά αποτελέσματα. Διότι, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις άλλες χώρες, τα κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν: Πώς μπορούν να αλλάξουν τα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα, τι μοντέλο ανάπτυξης χρειαζόμαστε και πώς θα συντελεστούν οι απαραίτητες αλλαγές”. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι “στην Ελλάδα το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στο παρελθόν και μας έφερε στο χείλος της καταστροφής δεν είχε μόνο δημοσιονομικά προβλήματα, αλλά και λάθος πολιτική ανάπτυξης. Η οικονομική μεγέθυνση στηριζόταν στην κατανάλωση, στην εισαγωγή προϊόντων, στις υπηρεσίες και στο real estate, χωρίς κίνητρα για την πραγματική παραγωγή προϊόντων και τη μακροπρόθεσμη εργασία, θεωρώντας το περιβάλλον ως εμπόδιο και δευτερεύον θέμα”.
“Η παραγωγική ανασυγκρότηση και το νέο αναπτυξιακό σχέδιο στην Ελλάδα δεν είναι ουδέτερες έννοιες, κοινωνικά ή περιβαλλοντικά”, σχολίασε ο Σωκράτης Φάμελλος. “Στηριζόμαστε στη Συμφωνία των Παρισίων και στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, έχοντας την Κυκλική Οικονομία στον πυρήνα του σχεδίου και την κλιματική ανθεκτικότητα και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ως βασικά κριτήρια. Αυτή η επιλογή συνεπάγεται ριζικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας μας. Αλλά έχουμε αποφασίσει ότι κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνει πίσω σε αυτό τον δρόμο και τα οφέλη της πράσινης οικονομίας θα διαχυθούν σε όλη την κοινωνία και σε όλους τους πολίτες. Η κλιματικά ουδέτερη οικονομία πρέπει να κλείσει τα κενά μεταξύ Βορρά και Νότου, μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, μεταξύ όλων των κοινωνικών ομάδων”.
“Η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα και η συμβολή της Ελλάδας στην παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου αποτελούν εθνικό στρατηγικό στόχο, τον οποίο έχουμε ήδη επιλέξει ως κυβέρνηση”, είπε χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, ο Αν. ΥΠΕΝ ανέφερε κεντρικές επιλογές του ΥΠΕΝ προς αυτή την κατεύθυνση, όπως είναι το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, που μειώνει τις εκπομπές και στη βιομηχανία αλλά και στους κλάδους κατοικίας και μεταφορών, περισσότερο από τις δεσμεύσεις της χώρας έναντι της ΕΕ, στην ηλεκτρική διασύνδεση των νησιών, στο κλείσιμο ρυπογόνων θερμικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με υψηλή παραγωγή ρύπων, στην υλοποίηση νέων δράσεων ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ και στα ιδιωτικά αλλά και στα δημόσια κτίρια, στη χρήση δευτερογενών καυσίμων στη βιομηχανία, με έλεγχο από την κοινωνία και την αυτοδιοίκηση των εκπεμπόμενων ρύπων και της πρώτης ύλης με αυστηρές προδιαγραφές, στην ενίσχυση και με οικονομικά εργαλεία των ενεργειακών κοινοτήτων και των περιοχών που θα εξέλθουν από τη χρήση ορυκτών καυσίμων, όπως το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης κ.λπ.
Ειδικά για τον τομέα των ΑΠΕ αναφέρθηκε στην εκπόνηση νέου ειδικού χωρικού σχεδίου για τη χωροθέτησή τους, που θα λαμβάνει υπόψη το ιδιαίτερα σημαντικό φυσικό κεφάλαιο και τις προστατευόμενες περιοχές NATURA 2000, καθώς και τις περιοχές αρχαιολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος. Για τον τομέα της ηλεκτροκίνησης επεσήμανε την ανυπαρξία αυτοκινητοβιομηχανίας στην Ελλάδα και τις πιθανές επιπτώσεις του μέτρου στο ισοζύγιο συναλλαγών και στα δημόσια έσοδα. Για τον λόγο αυτό, και με βάση την υψηλή αναγκαιότητα επέκτασης του μέτρου, ανέδειξε τις ευκαιρίες που υπάρχουν στην καινοτόμες επενδύσεις στην Ελλάδα στους τομείς της νανοτεχνολογίας, των μπαταριών κ.λπ.
“Μαζί με τις επενδύσεις, ύψους 1,5 δισ. Ευρώ που υλοποιεί η χώρα για τη διαχείριση στερεών αποβλήτων, φιλοδοξούμε ότι όλα τα παραπάνω θα δημιουργήσουν το κατάλληλο έδαφος για νέες επενδύσεις, επιχειρηματικότητα και καινοτομία”, είπε ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του ο Αν. ΥΠΕΝ και πρόσθεσε ότι το 1ο Forum Κυκλικής Οικονομίας στην Ελλάδα, που συνδιοργανώνει το ΥΠΕΝ με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), στις 8 και 9 Απριλίου 2019, έχει ως στόχο ακριβώς τη συμβολή όλων των κοινωνικών, οικονομικών και παραγωγικών φορέων στην έρευνα και την καινοτομία.
Τέλος, η εκπόνηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, με χρονικό ορίζοντα το 2030, αλλά και το Σχέδιο κλιματικής ουδετερότητας για το 2050 πρέπει να λάβουν υπόψη τους και τον 7ο Στόχο Βιώσιμης Ανάπτυξης, που διεκδικεί καθαρή ενέργεια, αλλά και πρόσβαση των πολιτών σε αυτήν. “Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία μας δίνουν πολύτιμα συμπεράσματα. Εκτός από τους ενεργειακούς στόχους (ΑΠΕ, εξοικονόμηση, ηλεκτροκίνηση), οφείλουμε να δίνουμε βάρους και σε άλλους τομείς, όπως είναι η ενεργειακή ασφάλεια, η καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας και η πρόσβαση όλων σε ενεργειακές υπηρεσίες, με ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και πρόληψη μονοπωλιακών φαινομένων. Για τον λόγο αυτό, το Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα έχουν και ποσοτικούς στόχους για την ενεργειακή φτώχεια, και ειδικότερα τη μείωσή της κατά 50% έως το 2025 και 75% έως το 2030”.