«Η κατάσταση στα Πανεπιστήμια, δεν πάει άλλο. Βρισκόμαστε στο και πέντε. Πρέπει να γίνουν αλλαγές. Να γίνουν ριζικές αλλαγές και να γίνουν τώρα». Είναι τα λόγια του καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πάνου Τσακλόγλου, που μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, επισημαίνει την ανάγκη για ένα πανεπιστήμιο διαφορετικό από αυτό που είναι σήμερα και προσανατολισμένο στην κατεύθυνση των μεγάλων ιδρυμάτων του εξωτερικού.
Ίσως το προσχέδιο για τις αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση συνάντησε τις μεγαλύτερες τριβές και αντιδράσεις απ΄ οποιοδήποτε άλλο των τελευταίων ετών στην Παιδεία και μάλιστα σε περίοδο που τα ιδρύματα είναι κλειστά και, λογικά, δεν θα ανέμενε κανείς τόσο έντονες αντιδράσεις. Άλλωστε, μετά τις γνωμοδοτήσεις καθηγητών της Νομικής και Συνταγματολόγων οι πρυτάνεις προτίθενται, εάν ψηφισθεί το νομοσχέδιο, να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.
«Δεν είναι αναγκαστικά η πλειοψηφία αυτή που αντιδρά», τονίζει ο κ. Τσακλόγλου και προσθέτει: «Η πλειοψηφία στα Πανεπιστήμια είναι σιωπηρή. Οι μειοψηφίες, όμως, κάνουν πολύ θόρυβο και γι΄αυτό ακούγονται».
Υπάρχουν πράγματι βολεμένοι στα ελληνικά Πανεπιστήμια, όπως συχνά χαρακτηρίζονται οι επικριτές των νέων διατάξεων;
«Δεν είναι απαραιτήτως “βολεμένοι” όσοι αντιδρούν στις αλλαγές», απαντά ο κ. Τσακλόγλου και εξηγεί: «Υπάρχουν, όμως, “βολεμένοι” στα Πανεπιστήμια, που δεν θέλουν να ξεβολευτούν. Δεν θέλουν να ακούσουν για τις νέες διατάξεις. Όμως, οι Έλληνες πολίτες δεν έχουν την υποχρέωση να μας συντηρούν χωρίς να ζητούν εγγυήσεις για την ποιότητα της δουλειάς μας».
Ωστόσο, για όλους, ακόμη και για εκείνους που υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, υπάρχουν σημεία στα οποία διαφωνούν.
«Προφανώς και υπάρχουν αμφιλεγόμενα σημεία», τονίζει ο καθηγητής. Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Αντιρρήσεις μπορεί να υπάρχουν για καλούς και κακούς λόγους. Για παράδειγμα, συζητάμε συνεχώς για το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων, λες και είναι αυτοσκοπός. Πολλά Πανεπιστήμια στο κόσμο δεν είναι αυτοδιοίκητα, αλλά παράγουν έργο και μάλιστα καλό έργο, έχουν δηλαδή καλύτερες επιδόσεις απ΄αυτές που έχουμε εμείς. Το αυτοδιοίκητο είναι το μέσον για να επιτύχουμε αποτελέσματα, δηλαδή καλό επίπεδο διδασκαλίας και έρευνας. Το να δώσουμε, όμως, δυνατότητες, ευκαιρίες, εναύσματα στους φοιτητές να εργάζονται μεθοδικά, συστηματικά, να μαθαίνουν και να ερευνούν είναι πράγματα που δεν νομοθετούνται».
Ο καθηγητής επισημαίνει ότι το σημείο τριβής πανεπιστημιακών – υπουργείου, που είναι το συμβούλιο διοίκησης, τον βρίσκει αντίθετο μόνο ως προς την συμμετοχή εκπροσώπου των φοιτητών, ο οποίος θα έχει δικαίωμα ψήφου.
«Νομίζω», λέει, «ότι οι φοιτητές θα έπρεπε να συμμετάσχουν μόνο σε επίπεδο έκφρασης γνώμης, γιατί τα περισσότερα θέματα που θα συζητούνται στο Συμβούλιο, οι φοιτητές, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούν να τα γνωρίζουν σε βάθος. Και βεβαίως χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή στην επιλογή των προσωπικοτήτων εκτός Πανεπιστημίου που θα συμμετάσχουν στο Συμβούλιο του Ιδρύματος. Πάντως, πιστεύω πως το Συμβούλιο θα περιορίσει τη συναλλαγή και την αδιαφάνεια και θα αρχίσει να σπάει ο κομματισμός».
Μεγάλη σημασία αποδίδει ο καθηγητής στην αξιολόγηση των Ιδρυμάτων και τη σύνδεση της χρηματοδότησής τους με τα αποτελέσματα της αξιολόγησής τους.
Ο κ. Τσακλόγλου υποστηρίζει ότι «είναι σημαντικό να τελειώνουν τις σπουδές τους αυτοί που σπουδάζουν. Να υπάρχουν περγαμηνές αριστείας και εν τέλει να υπάρχει αξιολόγηση».
Ο καθηγητής αναφέρεται και στις «ταχύρρυθμες σπουδές», τονίζοντας ότι προγράμματα επιμόρφωσης, ακόμα και μεγάλης διάρκειας, παρέχονται και τώρα από τα ελληνικά Πανεπιστήμια, αλλά φυσικά δεν καταλήγουν σε πτυχίο. Καταλήγουν σε πιστοποιητικό γνώσεων.
Όσο για τη δυνατότητα που παρέχει το προσχέδιο για τριετείς σπουδές, ο καθηγητής πιστεύει ότι «αυτό μπορεί να γίνει κυρίως σε Τεχνολογικά Ιδρύματα, εκεί όπου ορισμένες ειδικότητες, π.χ. Ανθοκομία ή Επεξεργασία Ξύλου, δεν χρειάζονται 4 χρόνια για να “κατακτηθούν”».
Αναπόφευκτα στη συζήτηση έρχεται και το θέμα των συγχωνεύσεων και καταργήσεων τμημάτων ή και Ιδρυμάτων.
«Αυτή τη στιγμή, στην Ελλάδα λειτουργούν 40 Ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εγκατεστημένα σε 66 πόλεις και κωμοπόλεις. Ο αριθμός αυτός είναι εξαιρετικά μεγάλος με βάση τα διεθνή πρότυπα. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να είχαμε προχωρήσει πρώτα στις συγχωνεύσεις και μετά να γίνουν θεσμικές αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πιστεύω ακόμη ότι είναι δύσκολο το έργο συγχωνεύσεων – καταργήσεων, διότι οι υποδομές πολλών νέων Ιδρυμάτων “δημιουργήθηκαν” με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και η χρήση τους δεν μπορεί να αλλάξει εύκολα. Ωστόσο, αυτή η πολυδιάσπαση δημιουργεί σοβαρή σπατάλη πόρων και δεν προωθεί επιθυμητές συνεργασίες εντός των Ιδρυμάτων», λέει ο καθηγητής.
Κατά πόσο, όμως, ο ίδιος θεωρεί ότι θα εφαρμοσθούν οι αλλαγές στα Πανεπιστήμια, στην περίπτωση που ψηφισθεί το νομοσχέδιο;
«Εξαρτώνται πολλά από τις μεταβατικές διατάξεις», επισημαίνει και εξηγεί: «Ίσως αρχικά να παρατηρηθούν δυσκολίες στην εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με το Συμβούλιο. Επίσης, δεδομένων των συνθηκών, αμφιβάλλω αν κατά τα πρώτα στάδια εφαρμογής του νόμου υπάρξει μεγάλη προσφορά ικανών υποψηφίων Πρυτάνεων από άτομα εκτός του συγκεκριμένου κάθε φορά Πανεπιστημίου».
Πολλοί πιστεύουν ότι το φθινόπωρο με την οικονομική κρίση να κυριαρχεί στην Ελλάδα, οι αντιδράσεις των πανεπιστημίων (φοιτητών – εκπαιδευτικών) θα βρουν «πρόσφορο» έδαφος και θα αναπτυχθούν.
«Είμαι βέβαιος ότι οποιοσδήποτε νόμος θα έφερνε κάποιες αναταραχές, αλλά έχουμε φτάσει στο “μη παρέκει”. Οι αλλαγές πρέπει να γίνουν», λέει ο κ. Τσακλόγου.
Την εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη για τη μεταρρύθμιση «καταθέτει» στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ένας από τους πρυτάνεις «νέας γενιάς», καθηγητής με περγαμηνές σπουδών και εμπειρίες από την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και από τα Ιδρύματα του εξωτερικού. Πρόκειται για τον πρύτανη του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, Πάρη Τσάτρα, ο οποίος σχετικά με το Συμβούλιο Ιδρύματος, που θα διοικεί τα Πανεπιστήμια, σχολιάζει: «Το προβλεπόμενο Συμβούλιο Διοίκησης συγκεντρώνει σχεδόν το σύνολο των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων της Οικονομικής, Ακαδημαϊκής και Διοικητικής λειτουργίας των ΑΕΙ.
Ο τρόπος εκλογής και επιλογής των μελών του (ειδικά των εξωτερικών) δεν χαρακτηρίζεται από την αναγκαία νομιμοποίηση και διαφάνεια. Εισάγεται ένα ατελέσφορο διοικητικό σύστημα πολυαρχίας (Συμβούλιο, Πρύτανης, Σύγκλητος, Κοσμήτορες, Πρόεδροι, Συμβούλιο Φορέα Χρηματοδότησης, Διευθυντής Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών κ.α.), στο οποίο λείπουν οι οιεσδήποτε ενδιάμεσες δικλείδες ασφαλείας και ελέγχου με πιθανότερο αποτέλεσμα τη διοικητική παραλυσία αλλά και την πιθανότητα συναλλαγής.
Η ανάλυση των αρμοδιοτήτων όλων των παραπάνω οργάνων ή προσώπων που ασκούν διοίκηση οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι αποδυναμώνονται ο Πρύτανης και η Σύγκλητος, ενώ, αντίθετα, αποκτά ουσιαστική, σχεδόν απόλυτη, εξουσία το νέο Συμβούλιο και οι επίσης διορισμένοι Κοσμήτορες.
Βασικό χαρακτηριστικό στις διαδικασίες συγκρότησης των παραπάνω σωμάτων, αλλά και της επιλογής των φυσικών προσώπων, που ασκούν Διοίκηση είναι ο διορισμός και όχι η εκλογή με κυρίαρχο και πάλι τον ρόλο του Συμβουλίου Διοίκησης και με τελικό αποτέλεσμα ένα μοντέλο συγκεντρωτικό και αυταρχικό. Όσα όργανα, ή φυσικά πρόσωπα, παράγουν ακαδημαϊκό έργο σήμερα, Γ.Σ. Τμημάτων, Τομείς, Πρυτανικό Συμβούλιο, Σύγκλητος, καθώς και Μέλη ΔΕΠ, καταργούνται, αδρανοποιούνται ή έχουν εξαιρετικά περιορισμένο πλέον ρόλο στο νέο μοντέλο διοίκησης».
Ο πρύτανης υποστηρίζει ότι επανερχόμαστε στην «παντοδυναμία» της έδρας, αφού δίνονται υπερεξουσίες στους τακτικούς καθηγητές. «Κυρίαρχος πυλώνας λειτουργίας του νέου συστήματος διοίκησης είναι ξανά ο τακτικός καθηγητής», λέει ο κ. Τσάρτας και προσθέτει ότι «το σύνολο των υπολοίπων μελών ΔΕΠ έχουν προφανέστατα περιορισμένο ρόλο σε όλες τις διαδικασίες διοίκησης».
Τέλος, συμπεραίνει ότι «το μοντέλο διοίκησης που προτείνεται από το Νομοσχέδιο θα πρέπει να έχει υψηλότερο βαθμό νομιμοποίησης, περισσότερες δικλίδες ασφαλείας, κυρίως μέσω των υπαρκτών ακαδημαϊκών οργάνων του Πανεπιστημίου, και τέλος να δείξει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα μέλη ΔΕΠ των Ελληνικών Πανεπιστημίων».
Σημειώνεται ότι οι πρυτάνεις, στην τελευταία τους συνάντηση με την υπουργό έχουν ζητήσει, μεταξύ άλλων, να αλλάξουν τα άρθρα που σχετίζονται με τον ρόλο του Συμβουλίου Ιδρύματος. Να πάψει να είναι διοικητικός και να του ανατεθούν ελεγκτικές αρμοδιότητες. Επίσης, ζητούν να εκλέγεται ο πρύτανης από το σύνολο των μελών του Διδακτικού Προσωπικού (ΔΕΠ) και όχι από τα εμμέσως εκλεγμένα μέλη του Συμβουλίου, όπως ορίζει το προσχέδιο. Επίσης, δεν αποκλείεται, σύμφωνα με πληροφορίες, να μην επιμείνει το υπουργείο στην κατάργηση των τμημάτων και δημιουργία Σχολών, αλλά στη θέση των τμημάτων να γίνουν προγράμματα σπουδών.
Πάντως, η Άννα Διαμαντοπούλου υποσχέθηκε στους πρυτάνεις να τους δώσει το τελικό σχέδιο νόμου και στη συνέχεια θα συγκληθεί έκτακτη σύνοδος για να τοποθετηθούν οι πανεπιστημιακοί στις τυχόν τροποποιήσεις, που θα έχουν γίνει.