Για ίση μεταχείριση των Ελλήνων επιχειρηματιών και των ξένων επενδυτών, σε επίπεδο κόστους δανεισμού, αλλά και πολιτικής και γραφειοκρατικής αντιμετώπισης στη χώρα μας ανέδειξε, στην ομιλία του στο συνέδριο του Economist με θέμα “Οι υποδομές στην Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο την επόμενη δεκαετία” ο επικεφαλής του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ Γιώργος Περιστέρης.
Εξέφρασε δε την πίστη του, από τις αρχές ακόμα της κρίσης, στις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας.
Όπως ανέφερε, “είχα από τότε μιλήσει για τρεις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες η Ελλάδα θα επέστρεφε δυναμικά στο οικονομικό διεθνές προσκήνιο. Είχα μιλήσει για ένα επενδυτικό σοκ που είναι απολύτως εφικτό με βάση τα διαθέσιμα επενδυτικά σχέδια. Επίσης, είχα αναφερθεί στην ανάγκη η ελληνική επιχειρηματικότητα να επιδείξει επενδυτικό πατριωτισμό μέσα από την υλοποίηση επενδύσεων, αλλά και την έμπρακτη στήριξη του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, με διατήρηση και επαναπατρισμό των κεφαλαίων στις ελληνικές τράπεζες. Τέλος, είχα εκφράσει την εύλογη απαίτησή μας να έχουμε ως ελληνικές εταιρείες ισότιμη μεταχείριση με τις εταιρείες του εξωτερικού”.
Όπως είπε ο κ. Περιστέρης, “συνολικά, ο μέσος όρος των επενδύσεων στην Ελλάδα, ως ποσοστό του Α.Ε.Π., είναι σήμερα ο μισός περίπου σε σχέση με το 21% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη. Ταυτόχρονα όσοι βρισκόμαστε ακόμη εδώ από την πλευρά της ελληνικής επιχειρηματικότητας έχουμε έμπρακτα αποδείξει αντοχή στην μεγαλύτερη κρίση που έζησε ποτέ δυτική χώρα μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Παραμένει, όμως, δυστυχώς παρούσα και η άνιση μεταχείριση, είτε αυτή αφορά τις τεράστιες διαφορές στις δυνατότητες δανεισμού και στο ύψος των επιτοκίων που πληρώνουμε, είτε αφορά τη φορολογική και γραφειοκρατική συμπεριφορά του ελληνικού κράτους, που παραμένει δυστυχώς αμετάβλητη, είτε ακόμα περισσότερο τη συνολική υπέρ των ξένων επενδυτών διακριτική μεταχείριση που επιδεικνύουν οι φορές της Πολιτείας.
Θα πρέπει να καταλάβουν οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες μας, εγχώριοι και Ευρωπαίοι, την διαπίστωση που έχει κάνει η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία έχει εξηγήσει ότι για να προωθηθούν οι επενδύσεις σε μια χώρα πρώτα και πάνω απ’ όλα πρέπει να κινητοποιηθούν οι εγχώριοι επιχειρηματίες. Με την κινητοποίησή τους, η ανάπτυξη στην Ελλάδα στα επόμενα χρόνια, με επίκεντρο τις υποδομές οι οποίες έχουν και έναν εξαιρετικά υψηλό πολλαπλασιαστή, περίπου 1,8, μπορεί να εκπλήξει ακόμα και τους πιο αισιόδοξους”, υπογράμμισε.
“Η Ελλάδα μοναδική επενδυτική ευκαιρία”
Ο ισχυρός άνδρας της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ αναφέρθηκε ειδικότερα στις προοπτικές της Ελλάδας σε ό,τι αφορά την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων γενικά και επενδύσεων στις υποδομές ειδικότερα. “Κατά την γνώμη μου η Ελλάδα μετά από μία μεγάλη περίοδο αποεπένδυσης αποτελεί σήμερα μοναδική επενδυτική ευκαιρία. Οι αναπτυξιακές της δυνατότητες πιστεύω ότι είναι πολλαπλάσιες από τους ρυθμούς στους οποίους αναφέρονται οι δανειστές της, οι οποίοι από υπερβολικά αισιόδοξοι στην αρχή της κρίσης έχουν πλέον φτάσει στο άλλο άκρο. Τις δυνατότητες αυτές δεν τις βλέπουν μόνο οι Έλληνες επιχειρηματίες. Τις αναγνωρίζουν πλέον και διεθνείς επενδυτές, όπως για παράδειγμα η ολλανδική REGGEBORGH INVEST, η οποία επένδυσε στον δικό μας όμιλο εξαιρετικά σημαντικά ποσά τον τελευταίο χρόνο, που αναγνωρίζουν στην πράξη αυτές τις προοπτικές”.
Όσον αφορά την ανάπτυξη του τομέα της ενέργειας ο οποίος, ειδικά στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον κ. Περιστέρη, έχει εξαιρετικές προοπτικές, ο επικεφαλής του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ ανέφερε ότι η χώρα “διαθέτει το μεγαλύτερο αιολικό δυναμικό στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου. Ιδίως αν ληφθεί υπόψη και το θαλάσσιο αιολικό δυναμικό της, καθώς ωριμάζουν οι τεχνολογίες και η βιομηχανική ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα. επίσης, υπάρχουν πολύ μεγάλες δυνατότητες στην αποθήκευση ενέργειας μέσω της ώριμης τεχνολογίας της αντλησιοταμίευσης, καθώς η χώρα διαθέτει πρόσφορους φυσικούς και τεχνητούς ταμιευτήρες, υψομετρικές διαφορές και άφθονη ενέργεια για αποθήκευση από ανανεώσιμες πηγές. Επίσης, υπάρχουν μεγάλα έργα ηλεκτρικών διασυνδέσεων, όπως αυτά που αφορούν το Αιγαίο (Κρήτη, Δωδεκάνησα κ.ά.) που είναι αναγκαία για να αξιοποιηθεί το ενεργειακό της δυναμικό”.
“Οι τρεις αυτές κατηγορίες επενδύσεων -ανανεώσιμες πηγές, αποθήκευση και διασυνδέσεις- αποτελούν”, κατέληξε, “ένα ενιαίο και συμπληρωματικό σύνολο, το οποίο αθροιστικά μπορεί να ξεπεράσει τα επόμενα πέντε χρόνια τα 8 δισ. ευρώ σε επενδύσεις, αθροίζοντας στο ΑΕΠ 1,5% πρόσθετη ανάπτυξη στη διάρκεια της αντίστοιχης περιόδου και δημιουργώντας τις βάσεις για να γίνει η Ελλάδα στη δεκαετία του 2030 για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της καθαρός εξαγωγέας ενέργειας και “μπαταρία” του Ευρωπαϊκού νότου, που είναι στο σύνολό του σχεδόν μεγάλος εισαγωγέας ενέργειας”.