Τι δείχνουν τα ράλι σε ομόλογα και μετοχές
Το θετικό κλίμα για τα ελληνικά assets συνδέεται με την πεποίθηση των επενδυτών ότι θα υπάρξουν νέες αναβαθμίσεις και σύντομα η χώρα θα επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα (investment grade) των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, υπογραμμίζουν οι αναλυτές της Alpha Bank.
Η επάνοδος στην επενδυτική βαθμίδα είναι εξαιρετικά σημαντική για τον τρόπο που προσεγγίζουν τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια την Ελλάδα: όσο η χώρα παρέμενε σε μεγάλη απόσταση από την επενδυτική βαθμίδα, τα ομόλογα και οι μετοχές προσεγγίζονταν μόνο από ακραία κερδοσκοπικά κεφάλαια, ενώ με την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα θα μπορέσουν να εισέλθουν στην αγορά και συντηρητικά χαρτοφυλάκια, τα οποία διαχειρίζονται τρισεκατομμύρια, αλλά δεν επιτρέπεται να επενδύουν σε τίτλους χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Οι επικείμενες αναβαθμίσεις από τους οίκους «θα φέρουν τη χώρα μας πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα, κάτι που συνεπάγεται πρόσβαση σε μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια και σε αγορές με συγκριτικώς φθηνότερα επιτόκια», όπως τονίζεται από τους αναλυτές της τράπεζας.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Alpha, η ισχυρή θετική δυναμική τόσο της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, όσο και της φθίνουσας πορείας του περιθωρίου απόδοσης (spread) του δεκαετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου σε σχέση με το αντίστοιχο γερμανικό, υποδηλώνουν τη σημαντική ενίσχυση των προσδοκιών του επενδυτικού κοινού για την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας και τη σταθερότητα των δημοσίων οικονομικών και του τραπεζικού συστήματος.
Ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.) ακολούθησε έντονα ανοδική πορεία κατά τους πρώτους μήνες του 2019 και επανήλθε τον Απρίλιο σε υψηλότερο επίπεδο από το μέσο όρο του καλοκαιριού του 2018, ανακάμπτοντας πλήρως από την προσωρινή φθινοπωρινή διαταραχή, καθώς το Νοέμβριο είχε φθάσει σε επίπεδο χαμηλότερο των 600 μονάδων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ποσοστιαία αύξηση του γενικού δείκτη από τις αρχές του 2019 έως και τα μέσα Απριλίου διαμορφώθηκε στο 26,1%.
Παράλληλα, το περιθώριο απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου του ελληνικού Δημοσίου, η διαφορά δηλαδή μεταξύ της απόδοσής του και της απόδοσης του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου, μειώθηκε κατά 93 μονάδες βάσης, από την αρχή του 2019 έως τα μέσα Απριλίου. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, το περιθώριο απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου του πορτογαλικού Δημοσίου μειώθηκε, κατ’ αναλογία με το ελληνικό, κατά 34 μονάδες βάσης.
Η πτώση του περιθωρίου απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου επιταχύνθηκε περαιτέρω μετά την έκδοση που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2019 και μάλιστα με ακόμα ταχύτερο ρυθμό σε σύγκριση με του αντίστοιχου πορτογαλικού, γεγονός που καταδεικνύει εν μέρει την αυξημένη ζήτηση που παρουσιάζουν τα ελληνικά ομόλογα.
Οι οίκοι αξιολόγησης
Οι ανωτέρω εξελίξεις σε συνδυασμό με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας και την εκ νέου επίτευξη των υψηλών δημοσιονομικών στόχων αντανακλώνται και στη βελτίωση των αξιολογήσεων για την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού κράτους από τους τρεις διεθνείς οίκους αξιολόγησης: Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch.
Στο πρώτο γράφημα απεικονίζεται η σταδιακή βελτίωση των αξιολογήσεων αυτών από την 1η Ιανουαρίου 2018 μέχρι σήμερα. Κάθε ένας από τους τρεις οίκους αξιολόγησης πραγματοποίησαν δύο αναβαθμίσεις για την Ελλάδα, η οποία ωστόσο παραμένει κάτω από το επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας (investment grade).
Η προοπτική επιστροφής στο επίπεδο αυτό έχει ενισχυθεί καθώς οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων φαίνεται ότι έχουν επανέλθει στα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου διαμορφώθηκε σε 3,28% και του πενταετούς σε 2,17% στις 15 Απριλίου 2019, τιμές οι οποίες προσεγγίζουν τα επίπεδα του 2005.
Οι εξελίξεις με καταλυτική σημασία
Οι καταλύτες των ευνοϊκών εξελίξεων στις αγορές ομολόγων και μετοχών είναι τέσσερις:
Πρώτον, οι δύο επιτυχείς εκδόσεις ομολόγων τους πρώτους μήνες του έτους ήταν κομβικής σημασίας καθώς σηματοδότησαν την επάνοδο της χώρας στις αγορές και την τοποθέτησαν εκ νέου στον επενδυτικό χάρτη. Τα € 5 δισ. που έχουν έως τώρα εισπραχθεί, επαρκούν σε σημαντικό βαθμό για την κάλυψη του στόχου έκδοσης ομολόγων για το 2019 (€ 5 – 7 δισ. σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ), ενώ αναμένεται εκ νέου έξοδος στις αγορές το διάστημα Μαΐου – Ιουνίου, με σκοπό την άντληση περαιτέρω ρευστότητας.
Δεύτερον, το «πράσινο φως» που έδωσε το Eurogroup, για την καταβολή ποσού € 970 εκατ. που αφορά στην επιστροφή των κερδών των ελληνικών ομολόγων (ANFAs/ SMPs), σε συνδυασμό με τη συζήτηση για τη δυνατότητα των ελληνικών αρχών να προβούν σε μερική αποπληρωμή των ακριβών δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με σημαντικό ετήσιο δημοσιονομικό όφελος, ενισχύουν το αξιόχρεο του ελληνικού κράτους και την πιθανότητα επιστροφής των συνθηκών χρηματοδότησής του σε συνθήκες κανονικότητας.
Τρίτον, η συμφωνία για το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, αφενός διευκόλυνε τη συμφωνία στο Eurogroup, αφετέρου εκτιμάται ότι θα συμβάλλει θετικά στη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων που διακρατούν οι τράπεζες, επιτρέποντάς τους να επεκτείνουν σημαντικά τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Τέταρτον, ο εκλογικός κύκλος τον οποίο διάγει η χώρα δε λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στην παρούσα κατάσταση, καθώς η ευστάθεια του πολιτικού συστήματος επιτρέπει την αισιόδοξη εκτίμηση ότι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις θα συνεχισθούν απρόσκοπτα.
Οι παράγοντες αυτοί εκτιμάται ότι επηρεάζουν θετικά το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να αναμένεται σύντομα περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης. Μία τέτοια εξέλιξη θα φέρει τη χώρα μας πιο κοντά στην «επενδυτική» βαθμίδα, κάτι που συνεπάγεται πρόσβαση σε μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια και σε αγορές με συγκριτικώς φθηνότερα επιτόκια.
Ήπια νομισματική πολιτική
Εκτός από τους προαναφερθέντες παράγοντες που επηρεάζουν θετικά την αγορά ομολόγων, το διεθνές περιβάλλον επηρεάζει επίσης σημαντικά την πορεία της:
Ο προβληματισμός λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας και οι αρνητικές εκτιμήσεις αναφορικά με τον πληθωρισμό, οδήγησαν μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες, όπως την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στην απόφαση μετάθεσης για το μέλλον της αύξησης των επιτοκίων και σε μια ήπια νομισματική πολιτική.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με σειρά γεωπολιτικών εξελίξεων, όπως η εμπορική διένεξη ΗΠΑ-Κίνας και η αβέβαιη πορεία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit), έστρεψαν τους επενδυτές στις σχετικά πιο ασφαλείς τοποθετήσεις σε ομόλογα, αυξάνοντας τις τιμές και κατά συνέπεια ωθώντας χαμηλότερα τις αποδόσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι αποτελούν ελκυστικές τοποθετήσεις, καθώς οι αποδόσεις τους είναι σημαντικά υψηλότερες σε σύγκριση με τις αποδόσεις ομολόγων των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης.