Η οικονομική κρίση από την οποία διήλθε η χώρα, άφησε το αποτύπωμά της τόσο στα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα, όσο και στη μεσαία τάξη, επιδεινώνοντας το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, επισημαίνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της οικονομικό δελτίο.
Τα τελευταία χρόνια, τόσο στη χώρα μας όσο και παγκοσμίως, φαίνεται ότι έχει πληγεί σημαντικά η μεσαία τάξη, φαινόμενο που έχει τεθεί στο μικροσκόπιο διεθνών οργανισμών, όπως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το επίπεδο διαβίωσης της μεσαίας τάξης συνιστά ένα κρίσιμο μέγεθος, αφού αποτελεί σημαντικό στοιχείο μίας εύρυθμης οικονομίας και μιας κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από συνοχή.
Η ενίσχυση της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα, ούτως ώστε να προσεγγίσει τουλάχιστον το μέσο επίπεδο των χωρών του ΟΟΣΑ, υπαγορεύει την αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων στην αγορά εργασίας και ειδικότερα τα ζητήματα της υψηλής ανεργίας των νέων, του σταθερά υψηλού ποσοστού των μακροχρόνια ανέργων στη χώρα και της ενίσχυσης των θέσεων πλήρους απασχόλησης και υψηλής εξειδίκευσης (και αμοιβής) έναντι των θέσεων μερικής απασχόλησης. Όπως ανέδειξε η μελέτη του ΟΟΣΑ, το ποσοστό των νέων ηλικίας 20-30 ετών, οι οποίοι ανήκουν στη μεσαία τάξη, μειώθηκε σε διεθνές επίπεδο, από 68% στη γενιά των «baby-boomers» (γεννηθέντες μεταξύ 1943-1964), στο 64% στη λεγόμενη Generation X (γεννηθέντες μεταξύ 1965-1982) και στο 60% στη γενιά των Millennials (γεννηθέντες μεταξύ 1983-2002).
Η φθίνουσα πορεία του ποσοστού των νέων που ανήκουν στη μεσαία τάξη οφείλεται εν πολλοίς στο υψηλό κόστος διατήρησης του μεταπολεμικού προτύπου διαβίωσης, στη σχετική στασιμότητα των αμοιβών και στην υψηλή μεταβλητότητα της απασχόλησης τις τελευταίες δεκαετίες. Η τελευταία συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την εν εξελίξει αυτοματοποίηση της εργασίας, η οποία απειλεί περίπου το 17,6% των θέσεων εργασίας της μεσαίας τάξης στον ΟΟΣΑ και το 23,1% στην Ελλάδα. Παράλληλα στην Ελλάδα, η γενική αποεπένδυση της τελευταίας δεκαετίας, ιδιαίτερα στον τομέα Έρευνας και Ανάπτυξης, συντηρεί την υψηλή μακροχρόνια ανεργία και δυσχεραίνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας εξειδικευμένων δεξιοτήτων για τους νέους με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου, το ποσοστό του πληθυσμού το οποίο αμείβεται με λιγότερο από το 75% του διαμέσου εισοδήματος διατηρείται υψηλό.
Πως μπορεί όμως να ενισχυθεί το μέγεθος της μεσαίας τάξης και να μειωθεί το ποσοστό πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας; Ως προς αυτό, επισημαίνουμε τα εξής σημεία:
Πρώτον, για το σκοπό αυτό απαιτείται η ορθότερη και δικαιότερη κατανομή των κοινωνικών δαπανών, προϋπόθεση η οποία – όπως θα δούμε στο επόμενο εδάφιο – είναι αμφίβολο ότι ικανοποιείται στην Ελλάδα.
Δεύτερον, όπως προτείνεται από τον ΟΟΣΑ, είναι απαραίτητη η ανοικοδόμηση κατοικιών οι οποίες θα υποστηρίζονται από τα μελλοντικά εισοδήματα (affordability).
Τρίτον, είναι σημαντική η ενεργός υποστήριξη της νεανικής επιχειρηματικότητας, μέσα από την παροχή ισχυρών φορολογικών και λοιπών κινήτρων, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην αντιστροφή του φαινομένου της διαρροής ανθρωπίνου κεφαλαίου (brain drain).
Τέλος, η Alpha Bank σημειώνει πως η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων στην εργασία είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να ενισχυθούν τα κίνητρα για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, μέσω της αύξησης των επενδυτικών δαπανών.
H υπερβολική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας επηρεάζει δυσμενώς τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας, εξαιτίας των στρεβλώσεων που δημιουργεί στη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Υπό αυτήν την έννοια συνιστά ένα σημαντικό εμπόδιο για τη μείωση του ποσοστού φτώχειας και την ενίσχυση ιδιαίτερα των χαμηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων της μεσαίας τάξης, σχολιάζει η τράπεζα.