Ο Νίκος Μαρτίνος συνεχίζει την έξυπνη στρατηγική της οικογένειας σε όλους τους sectors
Στις 25 Μαρτίου, ο dj Nick Martin έπαιζε σε μεγάλο club, στην παραλία του Miami, στη Florida. Λίγοι φαντάζονταν τότε ότι ο Έλληνας επιτυχημένος μουσικός θα αποδείκνυε (για μια ακόμα φορά) ότι μπορεί να συνδυάζει δύο επαγγέλματα, όντας και επιτυχημένος εφοπλιστής.
Λίγο καιρό αργότερα, η εταιρία στην οποία ο Νίκος Μαρτίνος είναι επικεφαλής, η Thenamaris, θα «τάραζε τα νερά» της διεθνούς ναυτιλιακής κοινότητας, γιγαντώνοντας το στόλο της και επεκτεινόμενη σε κάθε sector των θαλάσσιων μεταφορών.
Ο κολοσσός που έχει δημιουργήσει η οικογένεια Μαρτίνου, με τα 93 (συν πέντε ακόμα υπό κατασκευή) πλοία, κάθε άλλο παρά δυσκίνητος αποδεικνύεται. Ο Νίκος Μαρτίνος, ακολουθώντας την παράδοση, συνεχίζει τις έξυπνες επιχειρηματικές κινήσεις, αιφνιδιάζοντας τους άλλους παίκτες της αγοράς. Τώρα, και ενώ η Thenamaris δείχνει να ακολουθεί, όπως σημειώνει και το Tradewinds, μια στρατηγική επέκτασης του τονάζ της σε τάνκερ και πλοία μεταφοράς αερίου, από το 2018, επιστρέφει και στα VLCCs.
H διπλή αγορά
Ήταν 2015, όταν η Thenamaris επέκτεινε τον στόλο της στα VLCCs. Τότε, αγόραζε ένα μεταχειρισμένο, ενώ παρήγγειλε δύο ακόμα, από τα «αγαπημένα» ναυπηγεία της οικογένειας, τα Hyundai Heavy Industries, στην Κορέα. Θα πέρναγαν περίπου τέσσερα χρόνια, στα οποία η ελληνική ναυτιλιακή θα «σιγούσε». Μέχρι τα μέσα του 2019, οπότε και ανακοινώνει ότι ξανακάνει κίνηση στη συγκεκριμένη αγορά, και μάλιστα με μια διπλή αγορά.
Η ναυτιλιακη της οικογένειας Μαρτίνου, αγόρασε δύο νεότευκτα πλοία, τα οποία αρχικά είχε παραγγείλει ο διαρκώς ανερχόμενος όμιλος BW Group. Τα πλοία που πέρασαν στην ιδιοκτησία της Thenamaris, είναι τα, χωρητικότητας 320.500-dwt έκαστο, κατασκευής 2019, Ninawa και Diyala. Τα δύο VLCCs είχαν παραδοθεί μόλις λίγες ημέρες πριν στη BG Group, από τα νοτιοκορεατικά ναυπηγεία Samsung Heavy Industries, όπου είχαν παραγγελθεί από το 2017. Η BW Group είχε πληρώσει περίπου 83 εκατομμύρια δολάρια για κάθε πλοίο και, μετά από «στενή πολιορκία», από τη Thenamaris, δέχθηκε ποσό περίπου 88 εκατομμυρίων για το καθένα, ώστε να τα πουλήσει.
Η τιμή στην οποία απέκτησε τα δύο πλοία η ελληνική ναυτιλιακή, είναι συμφέρουσα, με δεδομένο το γεγονός ότι τα νεότευκτα ανεβάζουν συνεχώς την τιμή τους, εν αναμονή της εφαρμογής των νέων, αυστηρότερων περιβαλλοντικών κανονισμών του ΙΜΟ.
Γεγονός το οποίο εξηγεί άλλωστε και τον λόγο για τον οποίο δεν υπάρχουν διαθέσιμα slots για το χτίσιμο νέων πλοίων στα μεγαλύτερα ναυπηγεία. Η Thenamaris, λοιπόν, κατάφερε να πάρει δύο νεότευκτα πλοία, σε πολύ συμφέρουσα τιμή και να εκμεταλλευθεί το θετικό momentum που έχει η αγορά, χωρίς να ξοδέψει χρόνο αναμονής στα ναυπηγεία.
Τα δύο πλοία, τα οποία έχουν ενταχθεί πλέον κανονικά στον στόλο της Thenamaris, όπως φαίνεται στην ιστοσελίδα της εταιρίας, έχουν ένα ακόμα πλεονέκτημα. Είναι ήδη ναυλωμένα αμφότερα για μακροχρόνια περίοδο, από τη ναυτιλιακή Aissot. Πρόκειται για την Al-Iraqia Shipping Services & Oil Trading, την οποία σύστησαν ως κοινοπραξία η Iraqi Oil Tankers Co και της Arab Maritime Petroleum Transport Co. το 2017 και επεκτείνεται ταχύτατα στη μεταφορά υγρού φορτίου.
Όχι τυχαία, η αραβική ναυτιλιακή φαίνεται ότι αναζητά «επιθετικά» VLCCs για ναύλωση, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στις ελληνικές ναυτιλιακές, οι οποίες άλλωστε έχουν το «όνομα» διεθνώς, αλλά και τη «χάρη».
Άλλωστε, η Aissot φέρεται να έχει ήδη ναυλώσει για μακροχρόνιο διάστημα (από 5 ως 7 έτη) νεότευκτα VLCCs και από άλλες ελληνικές ναυτιλιακές, όπως για παράδειγμα της Olympic Shipping and Management, του Ομίλου Ωνάση, αλλά και της Navios Maritime, συμφερόντων της Αγγελικής Φράγκου.
Στην τελευταία περίπτωση, μάλιστα, πληροφορίες ναυτιλιακών κύκλων θέλουν την Aissot να έχει συμφωνήσει για την πενταετή ναύλωση δύο νεότευκτων VLCCs της Navios, τα οποία δεν έχουν παραδοθεί ακόμα από τα ναυπηγεία.
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ WEERNINK, FREDRIKSEN, ΒΕΝΙΑΜΗ
Η «παράκαμψη» για τη δραστηριοποίηση στο ξηρό φορτίο
Αρκετό καιρό τώρα, πολλοί ναυτιλιακοί παράγοντες αναρωτιούνταν για ποιο λόγο η Thenamaris παραμένει «σιωπηλή» σε ό,τι αφορά το ξηρό φορτίο. Γιατί η εταιρία έμοιαζε να απέχει από τις πωλήσεις και τις αγορές πλοίων dry bulk. Η απάντηση, ήρθε λίγες εβδομάδες πριν, από το ελβετικό χωριό Verbier, το οποίο είναι δημοφιλές θέρετρο και προορισμός σκι των Βρετανών «γαλαζοαίματων» και των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου.
Εκεί, είναι τα γραφεία της Shingapore Marine Ltd, της «ναυτιλιακής των δισεκατομμυριούχων», όπως την αποκαλούν. Η νέα ναυτιλιακή, την οποία ίδρυσε ο πρώην επικεφαλής της SwissMarine (ναυτιλιακής συμφερόντων της Glencore Plc), Peter Weernink, άρχισε ήδη να δραστηριοποιείται ως dry bulk operator και, στον πρώτο γύρο χρηματοδότησης, μάζεψε 105 εκατομμύρια δολάρια, εξελισσόμενη σε μια συμμαχία κάποιων εκ των ισχυρότερων ναυτιλιακών παραγόντων του πλανήτη.
Μαζί με τον Σουηδό μεγιστάνα της ναυτιλίας, John Fredriksen, ο οποίος αγόρασε 15% της εταιρίας, μέσω της Golden Ocean, στο venture «μπήκε» ως μέτοχος, χρηματοδοτώντας το project και η οικογένεια Μαρτίνου με τη Thenamaris.
Στο venture συμμετέχει η οικογένεια Βενιάμη, με τη Golden Union, ο Angus Paul με τη Goodbulk, ο John Michael Radziwill των CMTC και Goodbulk και ο Will Snellings με τη Marianasfund.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ