Ένα πρώτο αποφασιστικό βήμα είναι η εμπροσθοβαρής επίλυση των προβλημάτων στον τραπεζικό τομέα
«Τα χειρότερα πέρασαν, αλλά η ανάκαμψη είναι αναιμική, η παραγωγικότητα και η αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών παραμένουν υποτονικές, η ανεργία, ενώ μειώνεται, παραμένει στο 18% (το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη), και η φτώχεια βρίσκεται σε μη αποδεκτά επίπεδα. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΝΡΕs) στον τραπεζικό τομέα, ύψους 82 δισ. ευρώ (43% των συνολικών δανείων), εξακολουθούν να αποτελούν βραχνά για την οικονομία και τις τράπεζες», τονίζει ο Νίκος Καραμούζης, πρόεδρος πλέον της Grant Thornton, σε άρθρο του στην Καθημερινή.
Ο κ. Καραμούζης επισήμανε πως «Η Ελλάδα κατάφερε τελικά να διορθώσει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες που προκάλεσαν την κρίση».
Όπως υποστηρίζει «αναγκαία προϋπόθεση για να εδραιωθεί η ανάκαμψη είναι να κατορθώσει η Ελλάδα να ακολουθήσει ταχύτερη και διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά – άνω του 3% ετησίως κατά τα προσεχή έτη. Ας μην έχουμε αυταπάτες: ο στόχος αυτός είναι δύσκολος και απαιτούνται βαθιές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και το δημόσιο τομέα και τολμηρές πρωτοβουλίες οικονομικής πολιτικής, άρα ισχυρή πολιτική βούληση και ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας».
«Δυστυχώς, το διεθνές περιβάλλον σε συνδυασμό με τους μακροχρόνιους παράγοντες καθορισμού των ρυθμών ανάπτυξης διαμορφώνονται δυσμενώς για την Ελλάδα. Ήτοι, συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, απαξιωμένο κεφαλαιουχικό απόθεμα και υποτονική αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Δεδομένων όλων αυτών, πρέπει να πυροδοτήσουμε ένα άνευ προηγουμένου αναπτυξιακό, επενδυτικό και εξαγωγικό σοκ, ένα ενάρετο κύκλο ισχυρής ανάπτυξης, απασχόλησης, ευκαιριών και προοπτικής για την πλειοψηφία των πολιτών».
Κατά τον Ν. Καραμούζη «ένα πρώτο αποφασιστικό βήμα είναι η εμπροσθοβαρής επίλυση των προβλημάτων στον τραπεζικό τομέα. Η ανάπτυξη χωρίς απρόσκοπτη τραπεζική χρηματοδότηση και ανταγωνιστικά επιτόκια θα παραμείνει αναιμική». Παράλληλα, υποστηρίζει ότι «η Ελλάδα χρειάζεται επίσης επειγόντως νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής. Οι υπερβολικά υψηλοί φορολογικοί συντελεστές μειώνουν τα κίνητρα για εργασία, αποταμίευση και επενδύσεις, ενθαρρύνοντας τη φοροδιαφυγή και τη μεταφορά των δραστηριοτήτων, αλλά και των ανθρώπων, στο εξωτερικό».
Ο ίδιος εκτιμά ότι «η ταχύτερη ανάπτυξη είναι ο καλύτερος δρόμος προς τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη δημοσιονομική σταθερότητα. Η σημερινή υποχρέωση για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% κατά μέσο όρο έως το 2060 αποτελεί σημαντικό εμπόδιο. Η δέσμευση αυτή πρέπει να μειωθεί στο 1,75% του ΑΕΠ ετησίως, υπό δύο προϋποθέσεις: να εφαρμοσθούν πρώτα μετρήσιμες, εμπροσθοβαρείς, φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις· και ο δημοσιονομικός “χώρος” που θα δημιουργηθεί από τους χαμηλότερους στόχους να χρησιμοποιηθεί για την επιτάχυνση των δημόσιων επενδύσεων ή / και τη μείωση φόρων και εισφορών με τον πιο φιλοαναπτυξιακό τρόπο».
Όπως γράφει «επιπροσθέτως, πρέπει να προχωρήσουμε στην καθιέρωση πλέγματος μεσοπρόθεσμων φορολογικών και άλλων κινήτρων που θα ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να μοιράζουν το μέρισμα της επιτυχίας τους και στους εργαζόμενους (π.χ. ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, ασφάλειες ζωής, νοσοκομειακή κάλυψη, πρόνοιες για εργαζόμενες μητέρες, μακροχρόνιες μεταβλητές αμοιβές). Όλα αυτά δηλαδή που ορίζουν έναν ιδιωτικό κοινωνικό μισθό και που συμβάλλουν καθοριστικά στην κοινωνική συνοχή».
Σύμφωνα πάντα με τον γνωστό τραπεζίτη «για να ξεπεραστεί ο διαχρονικός σκεπτικισμός των αγορών, τα παραπάνω πρέπει να συνδυαστούν με συνταγματικές αλλαγές που να αποσκοπούν στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, στην εισαγωγή ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στην ανεξάρτητη εκλογή διοικήσεων εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών και στην εδραίωση της δέσμευσης στην οικονομία της αγοράς».
«Το σχέδιο δράσης για την επίτευξη γρήγορης και βιώσιμης ανάπτυξης είναι δύσκολο αλλά εφικτό. Οι επόμενοι μήνες θα καθορίσουν εάν η ηγεσία της χώρας είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στην πρόκληση», καταλήγει.