Σημάδια ασταθούς ανάκαμψης εκδηλώνονται στη βιομηχανία μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού, έπειτα από μια διετία έντονης υποχώρησης του όγκου της παραγωγής, των εσόδων και της αποδοτικότητάς της, που οδήγησε στην καταγραφή ζημιών το 2010.
Ο δείκτης της παραγωγής του κλάδου το πρώτο πεντάμηνο του 2011 κινήθηκε ανοδικά, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2010, με αποτέλεσμα να καταγράφεται άνοδος της παραγωγής κατά 11,2%, έναντι πτώσης 18,6% έναν χρόνο πριν. Ειδικότερα τον περασμένο Μάιο κατεγράφη αύξηση κατά 16,2%.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, τον περασμένο Ιούνιο ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία κεφαλαιουχικών αγαθών σημείωσε νέο ιστορικό χαμηλό, υποχώρησε κατά 5 σχεδόν μονάδες και διαμορφώθηκε στις 47 μονάδες. Οι προβλέψεις για την παραγωγή τους προσεχείς μήνες περιορίστηκαν σχεδόν κατά 11 μονάδες, φθάνοντας στις -38, ενώ διογκωμένα για την εποχή εμφανίζονταν και τα αποθέματα, σύμφωνα με το 54% των επιχειρήσεων, έναντι μόλις του 13% που δήλωνε το αντίθετο.
Ως προς τις εκτιμήσεις για τις τρέχουσες παραγγελίες και τη ζήτηση, το συντριπτικό 82% των επιχειρήσεων ανέφερε ότι αυτές βρίσκονται σε χαμηλά για την εποχή επίπεδα. Αρνητικές είναι οι προβλέψεις για τις πωλήσεις της επόμενης περιόδου, αλλά και οι εκτιμήσεις για τις τρέχουσες εξαγωγές, όπου επτά στις δέκα επιχειρήσεις τις έκριναν χαμηλές για την εποχή. Οι δυσμενείς εξελίξεις επηρέασαν αρνητικά και τις προβλέψεις για την απασχόληση του κλάδου, όπου το 43% των επιχειρήσεων αναμένει μείωση και μόλις το 3% προσβλέπει σε αύξηση των θέσεων εργασίας. Σε όρους τιμών, μία στις τέσσερις επιχειρήσεις αναμένει μείωσή τους το επόμενο διάστημα, ενώ τέλος, στο τριμηνιαίο ερώτημα για την ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων, κατεγράφη σημαντική επιδείνωση στις εκτιμήσεις για την εγχώρια και τις ευρωπαϊκές αγορές και ηπιότερη ως προς τις διεθνείς αγορές.
Οι μεταβολές που σημειώνονται στην παραγωγή της ελληνικής βιομηχανίας μηχανών αντανακλούν, σύμφωνα με στελέχη επιχειρήσεων του κλάδου, αφενός την κάμψη της εσωτερικής ζήτησης λόγω της σοβαρής μείωσης των επενδυτικών δαπανών ολόκληρου του βιομηχανικού και κατασκευαστικού τομέα και, αφετέρου, την ένταση, κατά τους τελευταίους μήνες, των προσπαθειών για την εξασφάλιση παραγγελιών από άλλες, γειτονικές χώρες.
Αυτά προκύπτουν από στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και του ΙΟΒΕ και την επεξεργασία των ισολογισμών των 25 μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου με πωλήσεις άνω των τριών εκατομμυρίων ευρώ και συνολικές πωλήσεις 263,1 εκατ. ευρώ, οι οποίες γνωστοποίησαν τα οικονομικά τους αποτελέσματα του προηγούμενου έτους ως τις 20 Ιουλίου 2011.
Γενικότερα, 13 κερδοφόρες (52% του συνόλου) εμφανίζουν καθαρά κέρδη ύψους 6,5 εκατ. ευρώ και 12 ζημιογόνες (48%) παρουσιάζουν ζημιές ύψους 11,8 εκατ. ευρώ, με συνέπεια να προκύπτουν συνολικές καθαρές ζημιές ύψους 5,3 εκατ. ευρώ έναντι συνολικών καθαρών κερδών 10,7 εκατ. ευρώ, που είχαν παρουσιάσει οι ίδιες αυτές επιχειρήσεις το 2009. Επομένως, σε σύγκριση με το 2009 η καθαρή κερδοφορία των 25 εταιρειών επιδεινώθηκε κατά 16 εκατ. ευρώ.
Από την ανάλυση των στοιχείων του συγκεντρωτικού ισολογισμού των 25 επιχειρήσεων συνάγεται ότι ο κλάδος το 2010 παρουσίασε σοβαρή επιδείνωση των συντελεστών αποδοτικότητας, σε αντιστοιχία με την καθίζησn του όγκου της παραγωγής (-17,1%) και των πωλήσεών του.
Πιο συγκεκριμένα, κατεγράφη μείωση των εσόδων κατά 15%, των μεικτών κερδών κατά 16%, των κερδών προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) κατά 35% και των κερδών προ φόρων και τόκων (EBIT) κατά 50%. Συγχρόνως, συρρικνώθηκαν οι συντελεστές των μεικτών κερδών στο 24,7% από 25,1% το 2009, των κερδών προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) στο 9,2% από 12,1% το 2009 και των κερδών προ φόρων και τόκων (EBIT) στο 4,7% από 8% έναν χρόνο πριν.
Αναλυτικότερα, οι 13 κερδοφόρες πραγματοποίησαν συνολικές πωλήσεις 186 εκατ. ευρώ, οι οποίες αντιστοιχούν στο 70,7% των συνολικών των 25 επιχειρήσεων του κλάδου. Οι πωλήσεις των 12 ζημιογόνων ήταν ύψους 77,1 εκατ. ευρώ (29,3%).