«Παγώνει» η διάταξη για την περικοπή κατά 3.000 ευρώ στο αφορολόγητο όριο μισθωτών, συνταξιούχων και αγροτών από την 1η Ιανουαρίου του 2020.
Δεν αποκλείεται όμως το μέτρο αυτό να βρεθεί ξανά στο τραπέζι εάν τα πράγματα στην οικονομία εκτροχιαστούν και ο προϋπολογισμός απαιτήσει καινούργιες ενέσεις ρευστότητας για να εξυπηρετηθούν μισθοί, συντάξεις και δημόσιο χρέος.
Η τροπολογία, που κατατέθηκε χθες στη Βουλή και αναμένεται να ψηφιστεί σήμερα, ακυρώνει μαζί με τη μείωση στο αφορολόγητο και τα τρία φορολογικά αντίμετρα που συνόδευαν το συγκεκριμένο μέτρο. Πρόκειται για μέτρα που άγγιζαν κυρίως τη μεσαία τάξη η οποία παρά τη μείωση του αφορολογήτου θα είχε φορολογική ελάφρυνση η οποία μάλιστα θα ήταν σημαντική για τους έχοντες εισοδήματα άνω των 25.000 ευρώ.
Τα αντίμετρα τα οποία επίσης είχαν ψηφιστεί αφορούσαν σε μείωση του ΕΝΦΙΑ, μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και μείωση του πρώτου συντελεστή φορολογίας εισοδήματος από το 22% στο 20%. Εάν οι υπολογισμοί της Κομισιόν για τις αποκλίσεις επί των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων φέτος και το 2020 αποδειχθούν ακριβείς, δεν αποκλείεται –το αντίθετο μάλιστα- η μείωση του αφορολογήτου να επανέλθει στο τραπέζι των συζητήσεων. Μέχρι τότε όμως μείωση του αφορολογήτου δεν υπάρχει στον ορίζοντα και η χθεσινή τροπολογία αναδεικνύει κερδισμένους και χαμένους από την κατάργηση των σχετικών διατάξεων μέτρων και αντιμέτρων του 2020.
Η τροπολογία προβλέπει κατάργηση της προνομοθετημένης μείωσης του αφορολογήτου από το ισχύον επίπεδο των 9.545-8.636 (το πρώτο για φορολογούμενο με τρία παιδιά και το δεύτερο για φορολογούμενο χωρίς παιδιά) σε 6.591-5.682 ευρώ ( αντίστοιχα).
Το αφορολόγητο μένει στο ύψος του και το ταμείο του δημοσίου από αυτή την κατάργηση χάνει του χρόνου 1,920 δις ευρώ. Τόσα θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι είναι τα «κέρδη» των φορολογουμένων. Στην εξίσωση των κερδών όμως υπάρχουν και άλλες παράμετροι. Παράλληλα με τη μη μείωση του αφορολογήτου, η τροπολογία προβλέπει πως δεν θα μειωθεί όπως προβλεπόταν κατά 30% ο ΕΝΦΙΑ ( κέρδος για το δημόσιο 209 εκατ. ευρώ και ισόποση «χασούρα» για τους ιδιοκτήτες ακινήτων), δεν θα μειωθεί από το 22% στο 20% ο πρώτος συντελεστής στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος ( 877 εκατ. ευρώ το κέδρος για το δημόσιο και η ισόποση «χασούρα» για τους φορολογούμενους) και δεν θα αλλάξει τίποτα στην εισφορά αλληλεγγύης ( 368 εκατ. ευρώ) έναντι της προνομοθετημένης κατάργησής της για το κλιμάκιο εισοδήματος έως 20.000 ευρώ.
Πρακτικά λοιπόν σε σχέση με φέτος, για τα φυσικά πρόσωπα και τους ιδιοκτήτες ακινήτων δεν αλλάζει τίποτα με τα σημερινά δεδομένα. Αν μειωνόταν το αφορολόγητο και εφαρμόζονταν τα προνομοθετημένα αντίμετρα θα προέκυπταν επιβαρύνσεις από 74 έως και 476 ευρώ σε φορολογούμενους με εισόδημα έως 20.000 ευρώ και ελαφρύνσεις από 176 έως και 701 ευρώ για φορολογούμενους με εισόδημα από 25.000 έως 65.000 ευρώ. Από τη στιγμή που δεν μεταβάλλεται το ισχύον σήμερα πλαίσιο φορολόγησης, κανένας δεν κερδίζει τίποτα και κανένας δεν χάνει.
Εκτός και εάν τελικά το 2020 έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα νέο φορολογικό τοπίο , είτε με την εφαρμογή των προεκλογικών εξαγγελιών ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ (ανάλογα ποιος θα επικρατήσει στις εκλογές και πότε θα εφαρμόσει όσα σήμερα εξαγγέλλει) ή οι θεσμοί, εφόσον επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις τους, ζητήσουν διορθωτικά μέτρα.
Το μόνο βέβαιο συμπέρασμα είναι ότι από τις διατάξεις της τροπολογίας το δημόσιο χάνει περίπου 500 εκατ. ευρώ . Κι αυτό γιατί ενώ το αφορολόγητο θα έφερνε έξτρα έσοδα 1,920 δις ευρώ, τα αντίμετρα τα οποία καταργούνται κόστιζαν λιγότερα και συγκεκριμένα 1,454 δις ευρώ.
Επομένως προκύπτει μια καθαρή απώλεια εσόδων λίγο χαμηλότερη από μισό δισεκατομμύριο ευρώ.