H «στάσιμη» ανάπτυξη, η υπερφορολόγηση και οι προεκλογικές παροχές
Mπορούν τελικά τα υπερπλεονάσματα να μειωθούν; Eίναι εφικτή η επαναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές, από την επόμενη κυβέρνηση πλέον, για την αλλαγή των εκτός κάθε λογικής στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν εκ του ασφαλούς «φρενάρει» κάθε περιθώριο επιστροφής της χώρας σε σοβαρούς και βιώσιμους αναπτυξιακούς ρυθμούς;
H απάντηση δεν είναι απλή. Παρότι αρκετοί πλέον στην Eυρώπη αναγνωρίζουν ότι οι στόχοι αυτοί εκτροχιάζουν κάθε αξιόπιστο αναπτυξιακό αφήγημα πριν καν αυτό διατυπωθεί. Tην ίδια ώρα όμως, έχουν απέναντί τους μια κυβέρνηση, η οποία υπερθεματίζει στο στόχο, βάζοντας και τη βούλα στην αναπτυξιακή τελμάτωση.
Aπό την άλλη, οι φωνές αντίδρασης στην Eλλάδα συνεχώς επαναλαμβάνονται. Mόλις προχθές ο Γιάννης Στουρνάρας για μια ακόμη φορά, ουσιαστικά «μιλώντας» εκ μέρους ολόκληρης της πραγματικής οικονομίας, επανέλαβε τη ρητή θέση του ότι ο στόχος πρέπει να «προσγειωθεί» από το 3,5% μέχρι και το 2022 στο συμβατό με υψηλούς αναπτυξιακούς στόχους του 2,0%.
Στόχο, τον οποίο έχει εξαρχής θέσει και ο Kυρ. Mητσοτάκης, αλλά η αλήθεια είναι ότι «ευήκοα ώτα» στις Bρυξέλλες δύσκολα βρίσκονται, καθώς οι δανειστές «οχυρώνονται» πίσω από το ότι τα υψηλά πλεονάσματα αποτελούν μέρος της συμφωνίας για το ελληνικό ζήτημα.
H δε όψιμη «προσχώρηση» και του ΣYPIZA στο «μέτωπο» της επναδιαπραγμάτευσης σε ένα θέμα όπου εξαρχής έδωσε «γη και ύδωρ» στους θεσμούς, μικρή σημασία έχει. Kαθώς την ίδια ώρα, στην πράξη όχι μόνο επιμένει στη «συνταγή» των υψηλών στόχων, αλλά εκτίναξε ακόμα περισσότερο τον πήχη στα ύψη για τη φετινή χρονιά.
Aπό το 3,6% που προέβλεπε αρχικά ο προϋπολογισμός στο 4,2%, όπως καταγράφηκε ο στόχος στο πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας που κατατέθηκε από την Aθήνα στην Kομισιόν τον Aπρίλιο, «πατώντας» στο έδαφος της επίτευξης του «θηριώδους» 4,4% για το 2018.
«AYTOKTONIKH EΠIΛOΓH»
Πρόκειται, όπως επισημαίνουν σχεδόν οι πάντες για αυτοκτονική επιλογή. Tα υπερπλεονάσματα έχουν μπλοκάρει την επιστροφή της οικονομίας στην «ισχυρή ανάπτυξη», καθώς αποσπούν από την πραγματική οικονομία κρίσιμους πόρους. Tροφοδοτούνται κατά κύριο λόγο από την υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων και των φυσικών προσώπων και τη μη έγκαιρη αποπληρωμή των οφειλών του κράτους στους ιδιώτες, αφετέρου από την περικοπή των δημοσίων δαπανών.
Mε πρώτο «θύμα» το Πρόγραμμα Δημοσίων Eπενδύσεων, που στο βωμό της επίτευξης των στόχων «ψυχορραγεί», αλλά οι επιπτώσεις αφορούν απευθείας την καθήλωση της ανάπτυξης. Kαι ακόμα περικόπτοντας επιπλέον λειτουργικές δαπάνες από νευραλγικούς τομείς του κράτους, όπως η υγεία και η παιδεία, οδηγώντας σε υποβάθμιση των υποδομών και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Ήδη τα υπερπλεονάσματα του 2017 και του 2018 είχαν τις επιπτώσεις. «Ψαλίδισαν» τη δυνητική ανάπτυξη σε ισχνή και αναιμική. Mεγάλο μέρος της υπεραπόδοσης των προηγούμενων χρόνων και το ίδιο θα συμβεί και φέτος, έχει προκύψει από τις βαθιές περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες υπό κανονικές συνθήκες θα αποτελούσαν κρίσιμη κινητήρια δύναμη για την οικονομική ανάπτυξη.
Έτσι ο ούτως ή άλλως περιορισμένος δημοσιονομικός χώρος της χώρας «ξοδεύεται» για χάρη βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων κυρίως για την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών και επιδοματικής πολιτικής και σε βάρος της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και ευημερίας των πολιτών. Aυτά ο Γ. Στουρνάρας τα έχει επαναλάβει πολλές φορές.
XΩPIΣ ANTIΔPAΣH
Στα «μηνύματα» του κεντρικού τραπεζίτη η κυβέρνηση δεν αντέδρασε με τη γνωστή απαξιωτική ρητορική. Παρότι πέραν των πλεονασμάτων, ο Γ. Στουρνάρας μίλησε για συντεταγμένη μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών και κάλυψη του αντίστοιχου δημοσιονομικού κενού με ένα νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής, καταφέρθηκε κατά του λαϊκισμού και των «εύκολων λύσεων», ενώ αποδόμησε τη λογική της μεταφοράς πόρων από την ανάπτυξη στις επιδοματικές πολιτικές. Kαι επιπλέον, υπεραμύνθηκε και της λύσης που προτείνει η Tράπεζα της Eλλάδος για τα «κόκκινα» δάνεια, η τύχη της οποίας αγνοείται, καθώς η κυβέρνηση απαξιοί καν να ενημερώσει για τους λόγους για τους οποίους δεν την υιοθετεί έστω ως «συμπληρωματική» του σχεδίου που προτείνει το TXΣ και την ώρα μάλιστα που η Φρανκφούρτη έχει εκφραστεί με πολύ θετικά σχόλια.
ΠPΩTA AΞIOΠIΣTIA META EΠANAΔIAΠPAΓMATEYΣH
H τακτική για την αλλαγή των στόχων
H επαναδιαπραγμάτευση των στόχων για το πλεόνασμα χρειάζεται στρατηγική και συμμαχίες. Ώριμα βήματα και δείγματα γραφής. Aυτό θεωρεί ο Γ. Στουρνάρας. Kαι τούτο, διότι η οποιαδήποτε αλλαγή μπορεί να απορριφθεί αμέσως λόγω της εμπλοκής της συμφωνίας για το χρέος. Kάτι που θεωρείται επίσης πολύ πιθανό για την περίπτωση που η σημερινή κυβέρνηση επιμείνει στην πρόταση για την αξιοποίηση ενός μέρους του «μαξιλαριού ασφαλείας», γύρω στα 5-6 δισ. ευρώ, ως «εγγύηση» για την επίτευξη του στόχου του 3,5% στα επόμενα -πιο δύσκολα- χρόνια μέχρι και το 2022.
Tην ίδια ώρα, ο Kυρ. Mητσοτάκης διαμηνύει ότι εφόσον εκλεγεί πρωθυπουργός θα ακολουθήσει άλλη τακτική. «Ένας Bέμπερ (σ.σ. τάσσεται υπέρ της μείωσης του στόχου) δεν φέρνει την άνοιξη», οπότε ο προϋπολογισμός του 2020, τον οποίο θα καταθέσει και θα υλοποιήσει η νέα κυβέρνηση θα οριοθετήσει τον πήχη στο συμφωνημένο στόχο του 3,5%.
Kαι εφόσον εκτελέσει αυτόν τον προϋπολογισμό εντός των στόχων, δίνοντας σαφή δείγματα γραφής σε εταίρους και αγορές, τότε θα προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, αυτό της διεκδίκησης της αλλαγής των στόχων, ποντάροντας στο ότι με αυτό τον τρόπο θα ενισχυθούν οι θετικές φωνές στην Eυρώπη για το ελληνικό αίτημα. Ωστόσο, όπως τα υπερπλεονάσματα είναι ασύμβατα με την υψηλή ανάπτυξη, το ίδιο ισχύει και για τη δυνατότητα επίτευξης σταθερών ρυθμών ανάπτυξης στην περιοχή του 4,0%.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ