Την πεποίθηση πως η φιλικότερη προς τις επιχειρήσεις κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα φέρει ευελιξία της μεταπρογραμματικής εποπτείας και των στόχων- ειδικά αυτού του πρωτογενούς πλεονάσματος, αναφέρει σε έκθεσή της η Citi.
Σύμφωνα με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα το πολιτικό ρίσκο στη χώρα ενόψει εκλογών είναι πλέον πολύ περιορισμένο.
Η έκθεση επικαλείται τις δημοσκοπήσεις σύμφωνα με τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται να συγκεντρώσει ποσοστό 28%, ενώ η Ν.Δ. το 37% και προσθέτει «Μία συντηρητική κυβέρνηση θα ήταν πιο φιλική για τις αγορές και τις επιχειρήσεις σε σχέση με την υφιστάμενη, αλλα θα είναι δύσκολο να σχηματιστεί, δεδομένου ότι το κοινοβούλιο εμφανίζεται κατακερματισμένο». Στο συνοδευτικό της σημείωμα πάντως η Citi σημειώνει πως το μπόνους των 50 εδρών θα μπορούσε τελικά να δώσει την αυτοδυναμία στη Ν.Δ.
Εκτιμά επίσης πως οι φοροελαφρύνσεις και η πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις ατζέντα της Ν.Δ. θα μπορούσαν να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις από το εξωτερικό και αυτό με τη σειρά του να επιτρέψει στους Ευρωπαίους να δείξουν περισσότερη ευελιξία και να χαλαρώσουν τους όρους της μεταπρογραμματικής εποπτείας και ειδικά αυτούς για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. «Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τις προσδοκίες ανάπτυξης τόσο στο εσωτερικό όσο και μεταξύ των διεθνών πιστωτών» σημειώνει.
Οι προβλέψεις της για στόχους και οικονομία
Η Citi προβλέπει ότι τελικά η χώρα θα πιάσει τους στόχους, εμφανίζοντας πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% φέτος και 3,8% την επόμενη χρονιά, παρά τις ανησυχίες της ανησυχίες των Ευρωπαίων πιστωτών.
Όσον αφορά το ρυθμό ανάπτυξης η Citi τον «κατεβάζει» στο 1,4%, ενώ προβλέπει ελαφρά επιτάχυνση στο 1,6% για το 2020 (προς τα πάνω αναθεώρηση κατά 0,1 πμ) και το 2021, για να κατεβάσει εκ νέου ταχύτητα η οικονομία στο 1,4% το 2022 και στο 1,6% το 2023.
Η έκθεση υπενθυμίζει ότι το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας αναπτύχθηκε 1,9% το 2018, με τους ταχύτερους ρυθμούς από το 2007, αλλά παραμένει περίπου 25% χαμηλότερα από τα προ κρίσεως επίπεδα.
Την ανάπτυξη στηρίζουν οι εξαγωγές και πρωτίστως οι τουριστικές εισπράξεις, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση εξακολουθεί να αυξάνεται με πολύ χαμηλούς ρυθμούς του 1% και δεν προβλέπεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, δεδομένων των αρνητικών δημογραφικών τάσεων και των χαμηλών επιπέδων αποταμίευσης. Επιπλέον διατηρούνται οι διαρθρωτικές αδυναμίες, παρά τις μεταρρυθμίσεις, ενώ παρά την τεράστια εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες μνημονιακές χώρες.
Ταυτόχρονα, εξακολουθεί να καταγράφεται πιστωτική συρρίκνωση, καθώς οι τράπεζες βαρύνονται με μεγάλο όγκο κόκκινων δανείων και δεν μπορούν ακόμη να στηρίξουν την πραγματική οικονομία.
Υποτονικός προβλέπεται και ο πληθωρισμός, μόλις 0,5% φέτος και 0,8% την επόμενη χρονιά. Ελαφρώς καλύτερη η εικόνα τα επόμενα χρόνια, στο 1,1% το 2021, στο 1,2% το 2022 και στο 1,3 το 2023.
Όσον αφορά στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών η Citi «βλέπει» διαρκή ελλείμματα, τα οποία όμως θα περιορίζονται σταδιακά ως ποσοστό του ΑΕΠ. Φέτος υπολογίζει ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα είναι 2,8%, για να υποχωρήσει στο 2,6% το 2020, στο 2,4% το 2021, στο 2,3% το 2022 και στο 2,1% του ΑΕΠ το 2023.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, αναμένει πλεόνασμα 0,3% του ΑΕΠ την εφετινή χρονιά, ύστερα από 1,1% πέρυσι. Για την περιόδο από το 2020 έως και το 2022 βλέπει το δημοσιονομικό πλεόνασμα στο 0,2% του ΑΕΠ, ενώ το 2023 υπολογίζει οριακό έλλειμμα (0,1%).