Η παραγωγή διακόπηκε για δεύτερη μέρα στη λιμενική πλατφόρμα Hibernia των 220.000 βαρελιών ανά ημέρα, στα ανοικτά των ακτών του Καναδά στον Ατλαντικό καθώς τα πληρώματα εργάστηκαν για να καθαρίσουν μια πετρελαιοκηλίδα στον ωκεανό, δήλωσε την Πέμπτη ο μεγαλύτερος μέτοχος της εξέδρας Hibernia, ExxonMobil Corp.
Περίπου 12.000 λίτρα μείγματος νερού και πετρελαίου διέρρευσαν εξαιτίας ατυχήματος σε εξέδρα στα ανοικτά της καναδικής νήσου Νιουφάουντλαντ (Νέα Γη). Η εκτίμηση βασίστηκε στην παρατήρηση από αέρος της κηλίδας που έχει σχηματιστεί, διευκρίνισε η HMDC, κοινοπραξία η οποία επίσης εκμεταλλεύεται την εξέδρα Hibernia.
Η κηλίδα αυτή διαπιστώθηκε την Πέμπτη ότι πλέον καλύπτει «μια ακτίνα περίπου τριών ναυτικών μιλίων», ή 5,8 χιλιομέτρων, στην επιφάνεια της θάλασσας, περίπου 328 χιλιόμετρα ανατολικά του Σεντ Τζονς της Νιουφάουντλαντ και κινείται πολύ αργά, με ταχύτητα περίπου 2 χιλιομέτρων ανά ώρα, ανέφερε η HMDC σε ειδοποίησή της προς τα πλοία που κινούνται σε αυτήν την περιοχή.
Η εξέδρα Hibernia, περίπου 315 χλμ. από τον Άγιο Ιωάννη της Νέας Γης, άρχισε να εξορύσσει αργό το 1997. Το κοίτασμα που εκμεταλλεύεται, με υποθαλάσσια απάντληση, έχει απόθεμα που ξεπερνά το 1,2 δισ. βαρέλια πετρελαίου.
Η πρώτη εκτίμηση που διατύπωσε το πρωί της Τετάρτης η ExxonMobil και οι εταίροι της έκανε λόγο για μια πετρελαιοκηλίδα πλάτους περίπου 20 μέτρων και μήκους 900, η οποία «διαλυόταν».
Αν και αρχικά η λειτουργία της εξέδρας συνεχίστηκε κανονικά, αποφασίστηκε τελικά να διακοπεί το βράδυ της Τετάρτης, «προληπτικά και προσωρινά».
Σε αυτήν την περιοχή του βόρειου Ατλαντικού υπάρχει πλούσια θαλάσσια πανίδα, ζουν ιδίως πολλά απειλούμενα είδη φάλαινας, και «κινητοποιήθηκαν» ειδικοί στην παρακολούθηση των κητών, χωρίς πάντως να έχουν αντιληφθεί την παρουσία κάποιου στην περιοχή που μολύνθηκε.
Διενεργείται έρευνα και σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν από τη HMDC η πετρελαιοκηλίδα σχηματίστηκε όταν ερρίφθη στη θάλασσα το πρωί της Τετάρτης το περιεχόμενο μιας από τις δεξαμενές της εξέδρας.
«Λυπούμαστε που έγινε αυτή η διαρροή, αλλά εργαζόμαστε αδιάκοπα για να περιορίσουμε τις επιπτώσεις [της] για το περιβάλλον» διαβεβαίωσε ο Σκοτ Σάντλιν, o πρόεδρος της διεθνούς κοινοπραξίας.