Τι σημαίνει για την παγκόσμια οικονομία
Νέα κλιμάκωση στον εμπορικό πόλεμο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, με το Πεκίνο να ανακοινώσει σήμερα ότι προτίθεται να επιβάλλει επιπλέον δασμούς σε αμερικανικές εισαγωγές ύψους 75 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα αμερικανικά προϊόντα που στοχοποιούνται περιλαμβάνουν τη σόγια, τα αυτοκίνητα και το πετρέλαιο και αποτελούν ευθεία απάντηση στους δασμούς που είχε ανακοινώσει ο Πρόεδρος Τραμπ για τα κινεζικά προϊόντα που εισάγονται στην Αμερική και που περιλαμβάνουν επιπλέον δασμούς 10% σε 300 δισεκατομμύρια κινεζικών εισαγωγών.
Σύμφωνα με τις κινεζικές εξαγγελίες, στις εισαγωγές σόγιας και αργού πετρελαίου θα επιβληθούν επιπλέον δασμοί 5% από την 1η Σεπτεμβρίου, ενώ τελικά θα ενεργοποιηθεί στις 15 Δεκεμβρίου ο επιπλέον δασμός 25% στα αυτοκίνητα και σε ορισμένα οχήματα θα υπάρξει και μια επιπλέον αύξηση 10%. Συνολικά, ορισμένα από τα αυτοκίνητα που παράγονται στις ΗΠΑ θα φτάσουν να έχουν 50% δασμούς.
Οι κινεζικές επιλογές παραπέμπουν και σε έναν σαφή πολιτικό υπολογισμό, καθώς θίγουν κοινωνικές κατηγορίες, όπως είναι οι αγρότες αλλά και περιοχές με εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Οι ανακοινώσεις αυτές δεν πλήττουν μόνο αμερικανικές εταιρείες αλλά και ευρωπαϊκές. Για παράδειγμα τόσο η Daimler AG όσο και η BMW είδαν τις μετοχές τους να υποχωρούν καθώς και ένα μεγάλο μέρος των αυτοκινήτων που πωλούνται στην μεγάλη Κινεζική αγορά και έχουν κατασκευαστεί στα αμερικανικά εργοστάσια των δύο γερμανικών εταιρειών. Έξι από τα δέκα εισαγόμενα στην Κίνα αυτοκίνητα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις προέρχονται από αυτές τις δύο γερμανικές εταιρείες.
Οι ανακοινώσεις αυτές δεν ήταν οι μόνες κινεζικές κινήσεις. Η Κίνα έχει περιορίσει τις αγορές αγροτικών προϊόντων και έχει αφήσει την τιμή του γιουάν να υποχωρήσει.
Η αντίδραση του προέδρου Τραμπ ήταν οργισμένη και έφτασε στο σημείο να απαιτήσει από τις αμερικανικές επιχειρήσεις να αποχωρήσουν από την Κίνα. Κατά τον Τράμπ οι ΗΠΑ «έχουν χάσει τρισεκατομμύρια δολάρια από την Κίνα, που είχε κλέψει την πνευματική ιδιοκτησία «σε ρυθμό εκατοντάδων δισεκατομμυρίων το χρόνο». Σε αυτό το πλαίσιο διέταξε τις αμερικανικές επιχειρήσεις να επιστρέψουν στις ΗΠΑ αφήνοντας την Κίνα. Ενώ επανέλαβε το αίτημά του οι αμερικανικές εταιρείες μεταφορών να φροντίζουν ώστε το οπιούχο Fentanyl να μην φτάνει στις ΗΠΑ προερχόμενο από την Κίνα.
Οι ανακοινώσεις αυτές ήρθαν λίγες εβδομάδες μετά από την ετυμηγορία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου κατά των αμερικανικών κυρώσεων, παρότι αναγνώρισε ότι υπάρχει ζήτημα κρατικών ενισχύσεων στην Κίνα.
Όπως ήταν αναμενόμενο η κινεζική ανακοίνωση προκάλεσε αναστάτωση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι ο κλιμακούμενος εμπορικός πόλεμος θα μπορούσε να είναι από τις παραμέτρους που θα μπορούσαν να επιταχύνουν την είσοδο της παγκόσμιας οικονομίας σε ύφεση.
Είναι σαφές ότι σε αυτή τη φάση ο εμπορικός πόλεμος κλιμακώνεται. Παρότι δεν έχει εγκαταλειφθεί ο δρόμος της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις δύο χώρες, φαίνεται πως ο πρόεδρος Τραμπ εκτιμά ότι πρέπει πρώτα να διαμορφώσει το έδαφος με επιθετικές κινήσεις ως προς τους δασμούς, έστω και με το τίμημα των κινεζικών αντιτίμων.
Η σύνοδος των G7 στη σκιά του εμπορικού πολέμου
Όλα αυτά ρίχνουν και μια βαριά σκιά στη σύνοδο των G7 αυτό το σαββατοκύριακο στο θέρετρο Μπιαρίτς της Γαλλίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η συμπεριφορά του προέδρου Τραμπ ούτως ή άλλως είναι απρόβλεπτη σε τέτοιες συναντήσεις και οι υπόλοιποι ηγέτες δείχνουν να προετοιμάζονται γι’ αυτό. Αυτό δεν κάνει και εύκολη τη δουλειά του οικοδεσπότη πρόεδρου Μακρόν που έχει γίνει και αυτός αποδέκτης της πολεμικής του αμερικανού πρόεδρου με αφορμή τα ζητήματα φορολογίας των ψηφιακών επιχειρήσεων.
Άλλωστε, αυτή τη στιγμή ο Τραμπ θα πάει στο G7 σε μια φάση όπου έχουν αυξηθεί οι διαφορές ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις άλλες ισχυρές «δυτικές» οικονομίες και σε ζητήματα όπως ο εμπορικός πόλεμος αλλά και σε ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή (για την οποία ο Πρόεδρος Μακρόν έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως φάνηκε και από τις παρεμβάσεις του για τις φωτιές στον Αμαζόνιο) ή η στάση απέναντι στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Μάλιστα, ο πρόεδρος Τραμπ είναι πιθανό να διαιρέσει τους συμμετέχοντες και σε άλλα ζητήματα, όπως π.χ. με την πρότασή του ότι πρέπει να προσκληθεί ξανά η Ρωσία, που είχε σταματήσει να προσκαλείται μετά τις εξελίξεις στην Κριμαία το 2014.