Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιτύχει τους στόχους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους, δήλωσε ο επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Αντρέα Ενρία, σε συνέντευξή του στην εσθονική εφημερίδα Eesti Ekspress, προσθέτοντας ότι η ΕΚΤ παρακολουθεί στενά την πρόοδό τους στο θέμα αυτό.
Απαντώντας σε ερώτηση για το πώς θα απαλλαγούν από τα «κόκκινα» δάνεια οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης, ιδιαίτερα της Ελλάδας, όπου πάνω από το 40% των δανείων είναι «κόκκινα», ο Ενρία δήλωσε:
«Η ΕΚΤ έχει σχεδιάσει μία πολύ ισχυρή πολιτική για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, για το πώς οι τράπεζες πρέπει να διαχειριστούν τα χαρτοφυλάκια των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Αυτή περιλαμβάνει, επίσης, τον καθορισμό στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Καθορίσαμε επίσης κριτήρια για την απομείωση της αξίας των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες σε ένα ορισμένο χρονικό πλαίσιο. Τα κριτήρια αυτά έχουν ενσωματωθεί τώρα στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.
»Η πολιτική αυτή ήταν πολύ επιτυχής. Όταν ξεκινήσαμε, υπήρχαν περισσότερα από 1 τρισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ευρωζώνη. Τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι αυτά μειώθηκαν στα 580 δισ. ευρώ. Είναι ακόμη υψηλά, αλλά έχουν μειωθεί θεαματικά. Υπήρξε μεγάλη πρόοδος, ιδιαίτερα τα δύο τελευταία χρόνια, από τότε που ισχύουν οι πολιτικές μας. Αυτό ισχύει, επίσης, για τις ελληνικές τράπεζες. Για παράδειγμα: Ορίζουμε στόχους για τις ελληνικές τράπεζες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους και έως τώρα τους έχουν επιτύχει. Σχεδιάζουν να τα μειώσουν περαιτέρω φέτος και το επόμενο έτος. Παρακολουθούμε στενά την πρόοδό τους».
Σύμφωνα με το ΑΠΕ, ο κ. Ενρία αναφέρθηκε στην αργή διαδικασία ανάκτησης των ενεχύρων από τις ελληνικές τράπεζες που οφείλεται στο θεσμικό πλαίσιο, σημειώνοντας ότι η ΕΚΤ θα ήθελε να δει μεγαλύτερη εναρμόνιση του σχετικού πλαισίου στην Ευρωζώνη. Όλοι επικρίνουν, είπε, «τις ιταλικές ή τις ελληνικές τράπεζες για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι όταν μία ιταλική ή ελληνική τράπεζα χρειασθεί να ανακτήσει το ενέχυρο, η δικαστική διαδικασία μερικές φορές παίρνει πάρα πολύ χρόνο, έως και 10-12 έτη. Αν υπάρχει το ίδιο πρόβλημα στη Γερμανία ή τη Δανία, η ίδια διαδικασία μπορεί να διαρκέσει έξι μήνες ή ένα έτος. Επομένως, υπάρχουν θεσμικές συνθήκες που επηρεάζουν τον τρόπο που λειτουργούν οι τράπεζες και θα θέλαμε να δούμε μεγαλύτερη εναρμόνιση των θεμάτων αυτών. Είναι θετικό ότι το Ecofin προώθησε την πρόοδο στον τομέα αυτό».