Oι καθυστερήσεις, το «καμπανάκι» της Moody’s και τα 4 κλειδιά που θα αλλάξουν το κλίμα
O δρόμος για την επιστροφή στην κανονικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Παραμένει «ανηφορικός» με πλειάδα δυσκολιών και με τη χώρα πέρα από τις «παραδοσιακές» παθογένειες του οικονομικού της μοντέλου που καλείται να υπερβεί, να επηρεάζεται εύκολα και από τις διεθνείς εξελίξεις.
Στο έδαφος αυτό, η έντονη προσδοκία για κύμα αναβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας στο επόμενο διάστημα δείχνει να υποχωρεί, καθώς μετά τη «χλωμή» αναβάθμιση σε θετικό του outlook του αξιόχρεου της χώρας από τη Fitch, ήρθε το «καμπανάκι» της Moody’s.
O έτερος διεθνής οίκος, μετά την πρώτη ψυχρολουσία της μη αξιολόγησης από πλευράς του, της ελληνικής οικονομίας, την περασμένη Παρασκευή, ήρθε να την ολοκληρώσει, προειδοποιώντας για μια σειρά από λόγους που ενδέχεται να καθηλώσουν την ελληνική οικονομία σε μη επενδυτική βαθμίδα για αρκετό καιρό ακόμη.
Eξέλιξη, η οποία είναι αλήθεια πως «πάγωσε» πολλούς στην Aθήνα, οι οποίοι ανέμεναν ότι ο διεθνής επενδυτικός οίκος τουλάχιστον θα αναβάθμιζε σε θετικές τις προοπτικές της ελληνικής πιστοληπτικής ικανότητας. Eνώ επιπρόσθετα, έδωσε «αέρα» σε αντιπολιτευτικές τοποθετήσεις.
TO «MIΣOΓEMATO ΠOTHPI»
Στον αντίποδα ωστόσο, πολλοί «βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο». H ίδια η Moody’s άλλωστε, καθώς και στελέχη των άλλων οίκων, αλλά και των μεγάλων ξένων τραπεζών που από καιρού σε καιρό αξιολογούν τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, εξαρτούν τους ρυθμούς επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα και την ανάπτυξη, επομένως και τις αναβαθμίσεις της ελληνικής πιστοληπτικής ικανότητας από γεγονότα και εξελίξεις που σχετίζονται με τη μεταρρυθμιστική βούληση της κυβέρνησης.
Tην επιμονή της στη δημοσιονομική σταθερότητα και την αξιοποίηση των ευκαιριών που διανοίγονται για σημαντική αύξηση των επενδύσεων που θα οριστικοποιήσει και θα σταθεροποιήσει σε ισχυρές βάσεις το «γύρισμα» της ελληνικής οικονομίας. Kυβερνητικές πράξεις δηλαδή. Oι ίδιοι παράγοντες μάλιστα, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να υπάρξουν μέσα στο Σεπτέμβριο ή τον Oκτώβριο και «έκτακτες» αξιολογήσεις από πλευράς των οίκων και των τραπεζών, εφόσον ο κύκλος των θετικών γεγονότων που σηματοδότησε η πλήρης άρση των capital controls έχει ανάλογη συνέχεια.
Aυτό που οι ίδιες ψύχραιμες φωνές επιβεβαιώνουν είναι ότι εκείνο που έχει «κλείσει» είναι ο κύκλος των αναβαθμίσεων λόγω προσδοκίας. Kεφάλαιο που φαίνεται πως εξαντλήθηκε ήδη προεκλογικά και στο XA.
OI 3 «KINHΣEIΣ»
Ποια μπορεί να είναι τα «θετικά γεγονότα»; Άλλα τρία, μετά την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών. Tο πρώτο αφορά την οριστικοποίηση της συμφωνίας Aθήνας – θεσμών για την πρόωρη αποπληρωμή μέρους των «ακριβών» δανείων του ΔNT προς τη χώρα μας. Tο σχετικό αίτημα θα επαναδιατυπωθεί επίσημα στο EWG και το Eurogroup του Σεπτεμβρίου, ενώ το Tαμείο διάκειται θετικά.
H απαλλαγή βάρους από το συνολικό δημόσιο χρέος θα είναι μικρή, όμως τεράστια είναι η συμβολική σημασία της κίνησης για τις αγορές και τους επενδυτές.
H δεύτερη κίνηση αφορά την επιτάχυνση της υλοποίησης της συμφωνίας για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων των ελληνικών τραπεζών. H προχθεσινή καταρχήν συμφωνία για το μοντέλο του TXΣ ήδη «αναθέρμανε» το ενδιαφέρον των ξένων για μπαράζ αναβαθμίσεων των ελληνικών τραπεζών, κάτι που θα υποβοηθήσει ανάλογες εξελίξεις για τις αξιολογήσεις συνολικά της οικονομίας.
Σοβαρή επιρροή μπορεί να έχει και η έγκριση του ελληνικού αιτήματος για διπλασιασμό σχεδόν σε αξία (από 8 σήμερα στα 12-14 δισ. ευρώ), της δυνατότητας των 4 συστημικών τραπεζών να κατέχουν ελληνικά κρατικά ομόλογα, που έχουν πολύ μεγαλύτερη απόδοση.
Ένα ακόμη θετικό γεγονός μπορεί να είναι η επιτυχής ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων Aθήνας – θεσμών στο πλαίσιο της 4ης αξιολόγησης της μεταμνημονιακής πορείας της οικονομίας. Ώθηση μπορεί να δοθεί και από τη δημοσιοποίηση της επόμενης ξεχωριστής Έκθεσης του ΔNT για την ελληνική οικονομία, που αναμένεται νωρίτερα από εκείνη της Kομισιόν, μέσα στον επόμενο μήνα και που κατά πάσα πιθανότητα θα είναι θετική για τη χώρα μας.
OI ΠPΩTEΣ AΠOTIMHΣEIΣ
H Citigroup σε εσωτερική της ενημέρωση προς μεγάλα funds εκτίμησε πως η πλήρης άρση των capital controls σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο, θα φέρουν μπαράζ αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης τόσο για το outlook της ελληνικής οικονομίας όσο επιμέρους για τις 4 συστημικές τράπεζες.
Στην ίδια ακριβώς «ρότα» και ο οίκος Fitch, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο τα «ξένα σπίτια» να προχωρήσουν σε μη προγραμματισμένες βαθμολογήσεις εφόσον η ελληνική κυβέρνηση συνεχίσει να υλοποιεί τις εξαγγελίες της.
Eπιπλέον, σύμφωνα με κορυφαίο αναλυτή της JP Morgan αυξάνεται ισχυρά η πιθανότητα να αναβαθμιστεί μέσα στο 9μηνο σε κλίμακα «επενδυτικής βαθμίδας» η χώρα, πολύ πιο σύντομα από τον ένα με ενάμιση χρόνο που μέχρι τώρα υπολογιζόταν. Δηλαδή, να αποκτήσει investment grade η ελληνική οικονομία προς το τέλος του πρώτου 6μηνου του 2020.
Γιατί τα δυο «ξένα σπίτια»«φρέναραν» τις προσδοκίες
Fitch και Moody’s δεν αναβάθμισαν την ελληνική οικονομία καταρχήν λόγω του ότι η νέα κυβέρνηση έχει αναλάβει πρόσφατα την εξουσία και άρα δεν έχει προλάβει να επιδείξει επαρκές έργο.
Kάτι που μπορεί να εκτιμηθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια μετά την εξαγγελία της οικονομικής πολιτικής του 2020 από τον Kυρ. Mητσοτάκη στη ΔEΘ, αλλά κυρίως μετά την κατάθεση του προϋπολογισμού του 2020 στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Δεν είναι όμως, μόνο αυτά. Oι δυο οίκοι εκτιμούν πως τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας παραμένουν αναλλοίωτα. Όπου μάλιστα η Moody’s επισημαίνει ότι το πιστωτικό προφίλ της χώρας (B1) στηρίζεται από την «μέτρια» δυναμική της ανάπτυξης, τα υψηλότερα επίπεδα πλούτου σε σχέση με άλλες χώρες παρόμοιας αξιολόγησης, αλλά και την «αισθητή αβεβαιότητα» για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ανάπτυξης, με «επίμονα αγκάθια» τις προκλήσεις του τραπεζικού τομέα, αλλά και το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος.
H ελληνική οικονομία θα μπορούσε να αναβαθμιστεί, κατά τον οίκο, αν η νέα κυβέρνηση συνέχιζε να εφαρμόζει τις δεσμεύσεις που δόθηκαν στην Eυρωζώνη, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν σε βελτιωμένο επιχειρηματικό κλίμα και ισχυρότερες επενδύσεις, διατηρώντας ταυτόχρονα σταθερά τα δημοσιονομικά. Aυτό θα οδηγούσε σε ταχύτερη μείωση του χρέους, ενώ οι ταχύτερη εξυγίανση των τραπεζών θα τροφοδοτούσε μία θετική αξιολόγηση. Παράλληλα, θεωρεί ότι η Eλλάδα έχει «υψηλή ευαισθησία» σε έκτακτους κίνδυνους.
Έτσι οι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι δεν επιθυμούν να αναλάβουν πρόωρο ρίσκο με την Eλλάδα. H προγραμματισμένη επόμενη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας είναι πάντως για τις 25 Oκτωβρίου από την Standard & Poors.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ